22.5.10

Γράμμα της Frida Kahlo προς τον Diego Rivera, που δεν έστειλε ποτέ...

Μεξικό, Σεπτέμβριος 1939

Η νύχτα μου είναι σαν μια μεγάλη καρδιά που πάλλεται...

Τρεις και μισή το πρωί.

Η νύχτα μου δεν έχει φεγγάρι. Η νύχτα μου έχει μεγάλα μάτια που κοιτάζουν ένα γκρίζο φως που μπαίνει από τα παράθυρα. Η νύχτα μου κλαίει και το μαξιλάρι υγραίνεται και κρυώνει. Η νύχτα μου είναι τόσο μεγάλη, που μοιάζει να εκτείνεται προς ένα αβέβαιο τέλος. Η νύχτα μου με ρίχνει στο γκρεμό όταν απουσιάζεις. Σε αναζητώ. Αναζητώ το κορμί σου στο πλευρό μου, την ανάσα σου, την μυρωδιά σου. Η απάντηση της νύχτας μου είναι: κενό. Η νύχτα μου το μόνο πράγμα που μου προσφέρει είναι κρύο και μοναξιά. Αναζητώ ένα σημείο επαφής: το σώμα σου. Πού βρίσκεσαι; Πού είσαι;

Η νύχτα μου είναι μια καρδιά σαβανωμένη. Η νύχτα μου γνωρίζει πως θα ήθελα να σε δω , να ακολουθήσω με τα χέρια μου τις καμπύλες του σώματός σου, να αναγνωρίσω το πρόσωπό σου και να το χαϊδέψω. Η νύχτα μου με πνίγει επειδή λείπεις εσύ. Η νύχτα μου σφαδάζει από αγάπη. Απ’ την αγάπη που όσο και να προσπαθώ να εμποδίσω, πάλλεται μέσα στο μισοσκόταδο –μέχρι την κάθε μου ίνα.

Η νύχτα μου θα ήθελε να σε καλέσει αλλά δεν έχει φωνή.

Το σώμα μου δεν μπορεί να καταλάβει. Σε έχει τόσο ανάγκη. Κατά βάθος εκείνο και εγώ να είμαστε ένα. Η νύχτα μου βασανίζεται τόσο, που δεν νιώθω το κορμί μου. Το συναίσθημα γίνεται δυνατό, πιο οξύ, απογυμνώνεται από την υλική του μορφή. Η νύχτα με πυρπολεί από έρωτα.

Είναι τέσσερις και μισή το πρωί.

Η νύχτα με εξουθενώνει. Γνωρίζει καλά πως μου λείπεις. Ακόμα και όλο το σκοτάδι της δεν μπορεί να κρύψει αυτή την αλήθεια. Η αλήθεια αστράφτει σαν μια λεπίδα μέσα στο μαύρο. Η νύχτα μου ήθελε να έχει φτερά για να πετάξει κοντά σου, να σε τυλίξει με αυτά στον ύπνο σου και να σε φέρει κοντά μου. Ενώ θα κοιμόσουν, θα καταλάβαινες την παρουσία μου δίπλα σου και θα με αγκάλιαζες χωρίς να ξυπνήσεις.

Η νύχτα μου δεν βάζει μυαλό. Η νύχτα μου σε σκέφτεται και άγρυπνη σε ονειρεύεται. Η νύχτα μου θλίβεται, περιπλανιέται. Η νύχτα μου μεγαλώνει την μοναξιά μου, κάθε είδους μοναξιά. Η σιωπή της αφουγκράζεται τις εσωτερικές φωνές μου. Η νύχτα μου είναι ατέλειωτη. Η νύχτα μου φοβάται πως δεν θα χαράξει ποτέ πια, ενώ την ίδια στιγμή τρέμει το φως της ημέρας. Πιστεύει πως η μέρα δεν είναι παρά μια τεχνητή μέρα, πως η κάθε της ώρα μετράει διπλά και ότι χωρίς εσένα είναι σαν να μην την ζω. Η νύχτα μου αναρωτιέται εάν η μέρα μου δεν μοιάζει με κείνη. Αυτό θα εξηγούσε στην νύχτα μου γιατί φοβάμαι και τη μέρα.

Η νύχτα μου ξέρει τι είναι αυτό που ονομάζουμε τρέλα. Όταν επικρατεί τάξη η αταξία απαγορεύεται. Η νύχτα μου δεν γνωρίσει τι δεν απαγορεύεται. Δεν απαγορεύεται να γίνεις ένα με τη νύχτα, αυτό το ξέρει. Όμως θυμώνει όταν βλέπει ένα κορμί βαθιά απογοητευμένο. Ένα κορμί δεν προορίζεται για να παντρευτεί το τίποτα. Η νύχτα μου σ’ αγαπά από τα βάθη της ύπαρξής της και αντηχεί από τα έγκατα της ψυχής μου. Η νύχτα μου τρέφεται από φανταστικούς ήχους. Εκείνη είναι σε θέση να το κάνει. Εγώ όχι. Η νύχτα μου με παρατηρεί. Το βλέμμα της, έτσι απαλό όπως είναι, κυλά πάνω στο καθετί. Η νύχτα μου απαιτεί να βρεθείς εδώ για να κυλήσει επάνω σου με την ίδια τρυφερότητα. Η νύχτα μου ελπίζει σ’ εσένα. Το σώμα μου σε περιμένει. Η νύχτα μου επιθυμεί ν’ αντικρίζει τα βλέμματά μας, καθώς θα ξεχειλίζουν από πόθο. Η νύχτα μου επιθυμεί να κρατήσει στα χέρια της κάθε σπασμό. Η νύχτα μου θα ήταν γλυκιά. Η νύχτα μου θρηνεί μέσα στο σκοτάδι όταν σε φέρνει στο νου της. Η νύχτα μου είναι ατέλειωτη. Δεν καταφέρνει να διώξει την εικόνα σου, δεν μπορεί να καταβροχθίσει τις επιθυμίες μου. Πεθαίνει επειδή δεν σε νιώθει δίπλα της, και με σκοτώνει. Η νύχτα μου σε αναζητά ασταμάτητα. Το σώμα μου πονάει οικτρά, επειδή δεν μπορεί να δει μέσα στην νύχτα την φιγούρα ή την σκιά σου.

Η νύχτα μου ουρλιάζει σχίζοντας τα πέπλα της, σκοντάφτει πάνω στην ίδια την σιωπή της, ενώ το σώμα σου εξακολουθεί να είναι απόν. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μου λείπεις. Μου λείπουν τα λόγια σου. Το χρώμα σου.

Όπου να’ ναι ξημερώνει...
 
(Αναδημοσίευση από link φίλου στο fb)

5.5.10

Επί τέλους…φτωχοί!

Να ξαναγίνουμε φτωχοί… Όπως ήμασταν πάντα… Όπως οι ήρωες των παλιών αναγνωστικών που οι γιαγιάδες έμοιαζαν με γιαγιάδες κι όχι με συνταξιούχες πόρνες. Όπου οι μπαμπάδες επέστρεφαν το μεσημέρι για να καθίσει ΟΛΗ η ελληνική οικογένεια στο τραπέζι και να φάει το σεμνό φαγητό – όσπρια πεντανόστιμα και ζαρζαβατικά με μαύρο ψωμί μοσχοβολιστό – ενώ η γάτα και ο σκύλος περίμεναν στωικά να ‘ρθει η σειρά τους… Να ξαναγίνουμε φτωχοί όπως ήμασταν πριν σαράντα και πενήντα χρόνια. Τότε που ονειρευόμασταν εν μέσω γκρι, μπλε και μπεζ χρωμάτων, τότε που καμιά Ελληνίδα δεν φιλοδοξούσε να γίνει ψευδοξανθιά, τότε που η λάσπη κολλούσε συμπαθητικά στα παπούτσια μας και οι αυθεντικοί ζήτουλες βρίσκονταν έξω απ’ τις εκκλησιές περιμένοντας το τέλος της λειτουργίας και του μνημόσυνου. Να ξαναγίνουμε φτωχοί πλην τίμιοι, χωρίς κινδύνους να ξεστρατίσουν οι αρχιμανδρίτες προς την ψηφιακή παιδοφιλία.

Να βρούμε ξανά τις σωστές μας κλίμακες χωρίς αγωνία παρκαρίσματος και παχυσαρκίας. Να ξαναβρούμε τη γεύση του «μπατιρόσπορου», των ελαχιστοποιημένων αναγκών, να ανακαλύψουμε εκ νέου τον ποδαρόδρομο και το συγκινητικό μοντέλο της «γυναίκας της Πίνδου». Μόνο με τέτοιες ηρωικές διαδρομές ενδεχομένως να ακυρώσουμε το κόμπλεξ μας έναντι του Μπραντ Πιτ και της Ναόμι Κάμπελ.

Να ξαναβρούμε -γιατί όχι- και τους παλιούς καλούς εχθρούς (κυρίως από τα βόρεια) που σήμερα τους έχουμε σκλάβους στα παβιγιόν μας . Να ξετρελαθούμε από την επικοινωνιακή μας υστερία με τα σιχαμένα κινητά τηλέφωνα που κατάργησαν κάθε έννοια ιδιωτικής ζωής. Να σκάψουμε στις αυλές -όσοι έχουν αυλές- και να κάνουμε παραδοσιακούς ασβεστόλακκους για να ασπρίζουμε τα δέντρα έτσι για καλαισθησία και υγεία. Να βρούμε πάλι τη σημασία του χώματος καταργώντας το καυσαέριο του επάρατου τρέχοντος πολιτισμού. Να εφεύρουμε τις παλιές νοσοκόμες που σέρνονταν από σπίτι σε σπίτι ρίχνοντας ενέσεις πενικιλίνης στα οπίσθια ολόκληρου του Έθνους. Να προσδιορίσουμε ξανά την ντροπή και τον «σεβασμό» προσέχοντας το βλακώδες λεξιλόγιο των τέκνων μας. Επιτέλους, όποιο τέρας βρίζει ή χρησιμοποιεί την πάνδημη και πολυμορφική λέξη «ΜΑΛΑΚΑΣ» πάνω από εκατό φορές την ημέρα να το μπουκώνουμε με «κόκκινο πιπέρι εξόχως καυτερό», όπως τον καιρό της εξαίρετης φτώχειας μας.

Να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τα κουλά μας χέρια σε δουλειές που σήμερα δίνουμε του κόσμου τα λεφτά, όπως μεταποίηση ρούχων, αλλαγές γιακάδων στα πουκάμισα, καρικώματα στις κάλτσες, υδραυλικές και σχετικές εργασίες. Να απαγορευτεί διά ροπάλου το γκαζόν που για μας τους πρώην φτωχούς δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Στη θέση του να φυτευτούν λαχανικά ή και οπωροφόρα για να μην καλοσυνηθίζουμε την κάστα των μανάβηδων. Κάποτε ο μαϊντανός, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα ήταν τα βασικά καλλωπιστικά των κήπων μας. Να επανακτήσουμε το κύρος μας, χρησιμοποιώντας βέργες κι ό,τι τέλος πάντων απαιτούσε ο βασικός σωφρονιστικός κώδικας τα χρόνια της περήφανης ανέχειας.. Σταματήστε τις ψυχολογίες και τις παραφιλολογίες για τα «τραύματα» των παιδιών.

Μόνο λύσεις γήινες και πρακτικές -χωρίς ενστάσεις από τον Ρομπέν της ευαισθησίας, τον ΣΥΡΙΖΑ- θα αποκαταστήσουν την τρέλα και το χάος που υπαινίσσονται οι στατιστικές. Να θυμηθούν οι Νεοέλληνες πως προέρχονται απ’ τον Μεγαλέξανδρο, από τον Μιλτιάδη, τον Αριστείδη και προφανώς απ’ τον… Αλκιβιάδη, πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να βάλουν σε ενέργεια τον «δίκαιο θυμό» αν συμπέσουν με ληστές τραπεζών, περιπτέρων, σούπερ μάρκετ και κοσμηματοπωλείων. Κανένας δισταγμός. Τα παλιά χρόνια για ψύλλου πήδημα σε μπαγλάρωναν. Θυμήσου και κόψ’ τους τα χέρια ή και τα αχαμνά.

Επιτέλους ας σταματήσουμε την ευρωπαϊκή μας ψυχοπάθεια. ΠΟΤΕ κανένας Έλληνας δεν έγινε σωστός Ευρωπαίος. Ούτε καν ο Αβραμόπουλος ούτε καν ο Σημίτης και άλλοι τέτοιοι που μου διαφεύγουν. Απ’ τον καιρό που σταματήσαμε να θυμώνουμε σωστά, την πατήσαμε. Σταματήστε το «ντόπινγκ» με το τσουλαριό των λαϊκών ασματομουλάρων. ΠΟΣΟΥΣ ΠΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΧΩΡΑ Η ΕΛΛΑΣ, κύριοι καναλάρχες της πλάκας; Δεν είναι καιρός να ξεβρωμίσει ο τόπος απ’ τους εκφραστές του τραγουδιστικού Κάμα Σούτρα; ΠΟΙΟΣ θα μαζέψει τις ελιές στα περιβόλια όταν ο κάθε πικραμένος ονειρεύεται να γίνει αφίσα στη Συγγρού; Ποιός θα καθαρίσει τη Συγγρού απ’ το αίσχος της καψουρικής ταπετσαρίας, κύριοι δήμαρχοι; Οι τραβεστί; Οι καημένες οι τραβεστί έχουν άλλες υποχρεώσεις…

Μη φοβάστε τη φτώχεια. Η πατρίδα μας είναι ευλογημένη έστω κι αν δεν παράγει λαμαρίνες αυτοκινήτων ή καλής ποιότητας νάρκες και όπλα για τους τριτοκοσμικούς..
Θυμηθείτε την ευλογία του ελαιόλαδου, της κορινθιακής σταφίδας, του χαλβά Φαρσάλων, των εσπεριδοειδών, της σαρδέλας και των λατρεμένων ραδικιών. Λάδι, χόρτα, ελίτσες, λίγο τυρί και ψωμί ζεστό, να φρεσκάρουμε στο μνημονικό μας το παλιό αναγνωστικό του Δημοτικού. Το ξέρω πως είναι ζόρι να κόψουμε το σούσι απότομα, όμως ήρθε ο καιρός να αναβιώσουμε την όπερα της πεντάρας, της δεκάρας και των άλλων χρηστικών μας αξεσουάρ. Μια δοκιμή νομίζω πως θα μας πείσει...
ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ και ο θεός των μικρών πραγμάτων μαζί μας.

(Άρθρο του Γιάννη Ξανθούλη)