Μεξικό, Σεπτέμβριος 1939
Η νύχτα μου είναι σαν μια μεγάλη καρδιά που πάλλεται...
Τρεις και μισή το πρωί.
Η νύχτα μου δεν έχει φεγγάρι. Η νύχτα μου έχει μεγάλα μάτια που κοιτάζουν ένα γκρίζο φως που μπαίνει από τα παράθυρα. Η νύχτα μου κλαίει και το μαξιλάρι υγραίνεται και κρυώνει. Η νύχτα μου είναι τόσο μεγάλη, που μοιάζει να εκτείνεται προς ένα αβέβαιο τέλος. Η νύχτα μου με ρίχνει στο γκρεμό όταν απουσιάζεις. Σε αναζητώ. Αναζητώ το κορμί σου στο πλευρό μου, την ανάσα σου, την μυρωδιά σου. Η απάντηση της νύχτας μου είναι: κενό. Η νύχτα μου το μόνο πράγμα που μου προσφέρει είναι κρύο και μοναξιά. Αναζητώ ένα σημείο επαφής: το σώμα σου. Πού βρίσκεσαι; Πού είσαι;
Η νύχτα μου είναι μια καρδιά σαβανωμένη. Η νύχτα μου γνωρίζει πως θα ήθελα να σε δω , να ακολουθήσω με τα χέρια μου τις καμπύλες του σώματός σου, να αναγνωρίσω το πρόσωπό σου και να το χαϊδέψω. Η νύχτα μου με πνίγει επειδή λείπεις εσύ. Η νύχτα μου σφαδάζει από αγάπη. Απ’ την αγάπη που όσο και να προσπαθώ να εμποδίσω, πάλλεται μέσα στο μισοσκόταδο –μέχρι την κάθε μου ίνα.
Η νύχτα μου θα ήθελε να σε καλέσει αλλά δεν έχει φωνή.
Το σώμα μου δεν μπορεί να καταλάβει. Σε έχει τόσο ανάγκη. Κατά βάθος εκείνο και εγώ να είμαστε ένα. Η νύχτα μου βασανίζεται τόσο, που δεν νιώθω το κορμί μου. Το συναίσθημα γίνεται δυνατό, πιο οξύ, απογυμνώνεται από την υλική του μορφή. Η νύχτα με πυρπολεί από έρωτα.
Είναι τέσσερις και μισή το πρωί.
Η νύχτα με εξουθενώνει. Γνωρίζει καλά πως μου λείπεις. Ακόμα και όλο το σκοτάδι της δεν μπορεί να κρύψει αυτή την αλήθεια. Η αλήθεια αστράφτει σαν μια λεπίδα μέσα στο μαύρο. Η νύχτα μου ήθελε να έχει φτερά για να πετάξει κοντά σου, να σε τυλίξει με αυτά στον ύπνο σου και να σε φέρει κοντά μου. Ενώ θα κοιμόσουν, θα καταλάβαινες την παρουσία μου δίπλα σου και θα με αγκάλιαζες χωρίς να ξυπνήσεις.
Η νύχτα μου δεν βάζει μυαλό. Η νύχτα μου σε σκέφτεται και άγρυπνη σε ονειρεύεται. Η νύχτα μου θλίβεται, περιπλανιέται. Η νύχτα μου μεγαλώνει την μοναξιά μου, κάθε είδους μοναξιά. Η σιωπή της αφουγκράζεται τις εσωτερικές φωνές μου. Η νύχτα μου είναι ατέλειωτη. Η νύχτα μου φοβάται πως δεν θα χαράξει ποτέ πια, ενώ την ίδια στιγμή τρέμει το φως της ημέρας. Πιστεύει πως η μέρα δεν είναι παρά μια τεχνητή μέρα, πως η κάθε της ώρα μετράει διπλά και ότι χωρίς εσένα είναι σαν να μην την ζω. Η νύχτα μου αναρωτιέται εάν η μέρα μου δεν μοιάζει με κείνη. Αυτό θα εξηγούσε στην νύχτα μου γιατί φοβάμαι και τη μέρα.
Η νύχτα μου ξέρει τι είναι αυτό που ονομάζουμε τρέλα. Όταν επικρατεί τάξη η αταξία απαγορεύεται. Η νύχτα μου δεν γνωρίσει τι δεν απαγορεύεται. Δεν απαγορεύεται να γίνεις ένα με τη νύχτα, αυτό το ξέρει. Όμως θυμώνει όταν βλέπει ένα κορμί βαθιά απογοητευμένο. Ένα κορμί δεν προορίζεται για να παντρευτεί το τίποτα. Η νύχτα μου σ’ αγαπά από τα βάθη της ύπαρξής της και αντηχεί από τα έγκατα της ψυχής μου. Η νύχτα μου τρέφεται από φανταστικούς ήχους. Εκείνη είναι σε θέση να το κάνει. Εγώ όχι. Η νύχτα μου με παρατηρεί. Το βλέμμα της, έτσι απαλό όπως είναι, κυλά πάνω στο καθετί. Η νύχτα μου απαιτεί να βρεθείς εδώ για να κυλήσει επάνω σου με την ίδια τρυφερότητα. Η νύχτα μου ελπίζει σ’ εσένα. Το σώμα μου σε περιμένει. Η νύχτα μου επιθυμεί ν’ αντικρίζει τα βλέμματά μας, καθώς θα ξεχειλίζουν από πόθο. Η νύχτα μου επιθυμεί να κρατήσει στα χέρια της κάθε σπασμό. Η νύχτα μου θα ήταν γλυκιά. Η νύχτα μου θρηνεί μέσα στο σκοτάδι όταν σε φέρνει στο νου της. Η νύχτα μου είναι ατέλειωτη. Δεν καταφέρνει να διώξει την εικόνα σου, δεν μπορεί να καταβροχθίσει τις επιθυμίες μου. Πεθαίνει επειδή δεν σε νιώθει δίπλα της, και με σκοτώνει. Η νύχτα μου σε αναζητά ασταμάτητα. Το σώμα μου πονάει οικτρά, επειδή δεν μπορεί να δει μέσα στην νύχτα την φιγούρα ή την σκιά σου.
Η νύχτα μου ουρλιάζει σχίζοντας τα πέπλα της, σκοντάφτει πάνω στην ίδια την σιωπή της, ενώ το σώμα σου εξακολουθεί να είναι απόν. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μου λείπεις. Μου λείπουν τα λόγια σου. Το χρώμα σου.
Όπου να’ ναι ξημερώνει...
(Αναδημοσίευση από link φίλου στο fb)