27.7.09

ΠΑΤΜΟΣ - Μέρος 2ο

Ημέρα 2η...
Το μάτι μου ανοίγει από κάτι βογκητά αχ και βαχ που με ξυπνάνε. Τι ώρα να ΄ναι; Κοιτάω το ρολόι μου. Έντεκα παρά τέταρτο. Γυρνάω από την άλλη μπας και κοιμηθώ λίγο ακόμα. Ο Ανδρέας ανοίγει την πόρτα και μου λέει:
- Σήκω. Aκόμα κοιμάσαι;
- Εσύ βογκάς έτσι; Τι έπαθες; Απαντάω καθώς τεντώνομαι στο κρεβάτι.
- Έχω ξυπνήσει από τις εννιάμισυ από τη ζέστη. Αυγό τηγανίζεις επάνω. Καίει ο τόπος. Σήκω να πάμε να φάμε πρωινό και να ψωνίσουμε. Ούτε νερό να πιούμε δεν έχει εδώ.
- Καλά, καλά, τώρα σηκώνομαι.
Ακόμη δεν έχει ανοίξει καλά - καλά το μάτι μου και ο Ανδρέας φωνάζει όλο αχ και βαχ καθώς πάμε για πρωινό στον Αρίωνα. Καθόμαστε και παραγγέλνουμε δύο ομελέτες με κρουασάν και καφέ. Έχουν περάσει δέκα λεπτά και τίποτα ακόμα.
- Βλέπω το νησί πετάει και από service. Πέστο και έγινε. Ούτε η εκπομπή της Τζοβάνας Φραγκούλη. Δεν προλαβαίνεις να το σκεφτείς και η επιθυμία σου πραγματοποιείται….. Πάω να πάρω καμιά εφημερίδα.
Η αλήθεια είναι πως το νησί δεν έχει μεγάλη υποδομή για τόσο κόσμο που μαζεύεται τον Αύγουστο, και θέλει λίγη υπομονή.
Μετά από λίγο έρχεται το πρωινό, έρχεται και ο Ανδρέας. Μου ΄ρχεται να σκάσω στα γέλια καθώς είναι σαν καρικατούρα όταν εκνευρίζεται, και μ΄αυτό το παρεό που φοράει…
- Και βεβαίως βεβαίως, στο νησί των ανέσεων, θα διαβάζουμε τα χθεσινά νέα γιατί ο περιπτεράς είπε πως εδώ δεν βιάζεται κανείς και οι σημερινές εφημερίδες έρχονται πάντα την επόμενη. Άντε δεκαεννιά μέρες και σήμερα!
- Πού θές να πάμε για μπάνιο; Αλλάζω συζήτηση.
- Τι με ρωτάς . Εσύ ξέρεις. Μου λέει και αρχίζει να τρώει λαίμαργα την ομελέτα του.
- Θέλεις κάπου που να έχει και μπαρ ή σε πιο χαλαρή;
- Πάμε όπου να ΄ναι.
- Καλά. Πάμε στον Κάμπο να παίξουμε και τάβλι.
Η παραλία του Κάμπου μαζεύει πάντα τον περισσότερο κόσμο μιας και έχει δυο μπαράκια με μουσική και θαλάσσια σπορ. Καθίσαμε στο πρώτο, και αφού παραγγείλαμε καφέ, αρχίσαμε να παίζουμε τάβλι. Χτυπάει το τηλέφωνο του Ανδρέα.
- Έλα, τι κάνεις; Παύση. –Ναι καλά είναι εδώ ,έχει αρκετό κόσμο. Εσείς τι ώρα φτάνεται; O.κ το απόγευμα θα σας περιμένω.
- Έρχεται ο Χρήστος με μια φίλη του μοντέλο μαζί. Κουβαλάνε και το φουσκωτό.
Αυτός ο φίλος του ο Χρήστος, είναι τριάντα χρονών. Άχρηστος και αυτός και με πολλές προσπάθειες απεξάρτησης απ΄την κοκαϊνη που κατά τα λεγόμενα του Ανδρέα υποτίθεται πως έχει αναλάβει τις επιχειρήσεις της μητέρας του και έχει σοβαρευτεί πια. Αυτόν το φίλο του τον είχα δει μερικές φορές. Έβγαινε με μια Νίνα που μετά έγινε σταρ Ελλάς και αφού τον ξεψύλλισε για τα καλά τον παράτησε. Μετά αυτός βρήκε μία άλλη την Εβελίνα, που κι αυτή έβαλε υποψηφιότητα και βγήκε σταρ Ελλάς, και με την σειρά της τον ξεψύλλισε και τον άφησε. Μόνο που η δεύτερη τα έφτιαξε με έναν απ΄τους κολλητούς του φίλους με περισσότερα χρήματα απ΄αυτόν. Και τώρα εμφανίζονται μαζί χαρούμενο ζευγάρι στα περιοδικά. Φαίνεται πως τις πάει γούρι και όποια βγαίνει μαζί του γίνεται και σταρ Ελλάς μετά. Τι να πεις…Αρχίζουμε το τάβλι και η ώρα κυλάει ευχάριστα. Είμαστε στην τρίτη παρτίδα όταν…
- Μη γυρίσεις απ΄την άλλη. Μου λέει ο Ανδρέας κοιτώντας με γουρλωμένα μάτια προς τη θάλασσα.
- Τι έγινε;
- Μη γυρίσεις. Κάνε πως ρίχνεις τα ζάρια. Συνεχίζει πιο τσιριχτά τώρα.
Δεν αντέχω, γυρνάω προς τη θάλασσα και τι να δω; Ο Νίκος βγαίνει περπατώντας μέσα από το νερό κρατώντας ένα κουτί στο κεφάλι του για να μην βραχεί αφού κατέβηκε από ένα φουσκωτό λίγο πιο μέσα. Αμάν τι μαλτεκούτο είναι αυτό που με βρήκε πάλι…. Με πιάνει το στομάχι μου και το κεφάλι μου συγχρόνως.
- Ανδρέα πάμε να φύγουμε.
- Όχι θα το καταλάβει αν φύγουμε τώρα. Ααχ και έχει κακή ενέργεια αυτός. Με ματιάζει κάθε φορά που με βλέπει και με πιάνει το κεφάλι μου. Λέει ο Ανδρέας καθώς δεν μπορεί να βολευτεί στην καρέκλα του πια .
- Τι γίνεται; Ακούω μια φωνή πίσω μου. Γυρνάω ατάραχη..
- Πως από ΄δω Νικολάκη;
- Διακοπές… Τι κάνεις; Ρωτάει τον Ανδρέα.
- Καλά εσύ;
- Μια χαρά. Απαντάει και βγάζει από την πλαστική σακούλα ένα σκάκι.
Αφού παραγγέλνει καφέ, έρχεται και ο φίλος του ο Ντένης, μας χαιρετάει και κάθεται μαζί του.
- Θα παίξουμε σκάκι. Λέει ο Νίκος στον Ντένυ.
- Όχι τώρα ρε Νίκο, εγώ πεινάω.
- Είπα τώρα αλλιώς θα μείνεις νηστικός.
- Καλά τώρα!
Εμείς κάνουμε ότι παίζουμε τάβλι, ενώ έχουμε μπερδέψει τα αυγά με τα καλάθια και ο Ανδρέας μου κάνει νόημα σηκώνοντας τα φρύδια του σα να λέει Τι ναι τούτος εδώ?
- Δεν πάμε σιγά-σιγά για μπάνιο; Μου λέει ο Ανδρέας τεντώνοντας δήθεν νωχελικά τα χέρια του. Βαρέθηκα.
- Θα φύγετε; Ρωτάει ο Ντένης.
- Ναι θα πάμε για μπάνιο. Γειά σας. Μάλλον θα τα πούμε το βράδυ. Λέω όλο ευγένεια και φεύγουμε.
Κάθε φορά που ξεφυτρώνει εμπρός μου φάντης μπαστούνι, παριστάνω ότι δεν συμβαίνει τίποτα και στρίβω με ελαφρά πηδηματάκια.
Καθώς αλλάξανε τα σχέδια, πάμε τελικά στην Πέτρα για μπάνιο, μια ήσυχη παραλία που πήγαμε και χθες.
- Ααχ, αν δεις καράβι στο βουνό….. ξέρεις τι το ‘χει σύρει…. Κάνει ο Ανδρέας με νόημα. Ωραίο σκάφος έχει πάντως…
Το μπάνιο κύλησε χωρίς ευτράπελα με τον Ανδρέα να μονολογεί πως τα λεφτά δεν ξέρουνε που πάνε και αν τα είχε αυτός τι θα τα ‘κανε κλπ, κλπ.
Το απόγευμα πήγαμε να φάμε στον Μπενέτο, από τα λίγα μαγαζιά στην Πάτμο με gourmet κουζίνα, που για να πας εκεί θα πρέπει να έχεις κλείσει τραπέζι τουλάχιστον δύο μέρες νωρίτερα.
Αφού του έκανα το τραπέζι, και το φαγητό τον ευχαρίστησε πολύ, ήπιε κανά δυό ποτηράκια παραπάνω και ήρθε σε ευφορία.
- Λοιπόν μ’ αυτόν που θα ΄ρθει σήμερα θα ρίξουμε πολύ γέλιο. Μιάς και το έργο βγαίνει δύσκολα σ΄αυτό το νησί, άκου τι σενάριο ετοιμάζω.
Αυτός έρχεται με μια φίλη του μοντέλο, που έχει σπίτι στους Αρκιούς, αυτό το μικρό νησάκι απέναντι, αλλά θα μείνει μαζί μας. Και επειδή είναι ψώνια και οι δύο, θα τους πούμε για το άλλο ζευγάρι που θα έρθει, τον Φρανσουά με τη Μαρία, ότι ο Φρανσουά είναι πρίγκιπας πέμπτος στη σειρά διαδοχής του θρόνου του Βελγίου. Κάτσε να πάρω τηλέφωνο και τον Φρανσουά να τον ειδοποιήσω..
Αφού συνεννοείται στο τηλέφωνο με τον Φρανσουά που στην πραγματικότητα είναι γιος του Γάλλου πρέσβη, και το όλο του παρουσιαστικό και οι τρόποι ταιριάζουν άνετα σε πρίγκιπα, κλείνει το τηλέφωνο όλο ευχαρίστηση.
Κάτι τέτοια σκηνικά σκαρώνει ο Ανδρέας και γίνεται το έλα να δείς…
Στο σπίτι ετοιμαζόμαστε, αφού σε λίγο φθάνουν στο λιμάνι οι πρώτοι συγκάτοικοι. Ο Ανδρέας ακούγεται από το επάνω μπάνιο να τραγουδάει, όταν ξαφνικά φωνάζει πως τον χτύπησε πάλι το ρεύμα.
- Τόσα ηλεκτροσόκ ούτε στο δρομοκαϊτειο πια.. Θα τα ακούσει αυτός ο βλάχος.
Πάνω στην ώρα χτυπάει η πόρτα, και είναι το ζευγάρι που μας νοικιάζει το σπίτι με το μικρό τους κοριτσάκι.
- Άσε άσε,ανοίγω εγώ. Λέει ο Ανδρέας μες στη φούρια.
- Γειά σας . Ήρθαμε να δούμε αν χρειάζεστε τίποτα. Λέει η γυναίκα του που μοιάζει με πονηρή αλεπού.
Ο Ανδρέας στέκεται στην πόρτα, ενώ αυτοί θέλουν να περάσουν μέσα.
- Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με το νερό στο μπάνιο. Μας τινάζει συνεχώς το ρεύμα. Τι θα γίνει; Λέει ο Ανδρέας.
- Αποκλείεται, αυτό πρώτη φορά το ακούω.
- Τι αποκλείεται λες να σου κάνουμε πλάκα; Πως θα τη βγάλουμε; Εδώ σκάει ο τζίτζικας και όταν πάμε να δροσιστούμε μας τινάζει το ρεύμα.
- Θα δούμε τι θα γίνει. …. Να μας βάλετε τα υπόλοιπα χρήματα στην τράπεζα και να μας φέρετε την απόδειξη. Αλλάζει κουβέντα η γυναίκα του.
Ο Ανδρέας έχει αρχίζει και εκνευρίζεται, τους λέει ότι βιάζεται να ετοιμαστεί και τους κλείνει την πόρτα στη μούρη.
- Τι μπουρτζόβλαχοι είναι αυτοί. Ακούς εκεί…Λες και θα φύγουμε χωρίς να πληρώσουμε…. Αα, και κάτι άλλο να μην ξεχάσω. Μην αναφέρεις τίποτα στον Χρήστο για το πόσο μας χρεώνουν το σπίτι. Θα του πώ ότι κάνει πιο ακριβά. Δεν φθάνει που του κανόνισα και διακοπές, ας πληρώσει και τίποτα παραπάνω. Εντάξει;
- Εγώ δεν ανακατεύομαι μ’ αυτά, και το πολύ πολύ, θα πώ ότι δεν ξέρω. Κάνε ότι θες.

Ωχ, καλά αρχίσαμε… Να δω τι μπέρδεμα έχει να γίνει.. Τι με νοιάζει εμένα, ας κάνει ότι θέλει...

21.7.09

ΠΑΤΜΟΣ...

Ημέρα πρώτη...
Είναι ξημερώματα Πέμπτης προς Παρασκευή, και ένα ταξί πηγαίνει προς το αεροδρόμιο μέσω της Αττικής Οδού φορτωμένο βαλίτσες και δύο επιβαίνοντες. Ο οδηγός ακούει ελαφρολαϊκά και τραγουδάει ξεφυσώντας καπνό. Μας ξεφορτώνει στο αεροδρόμιο και φεύγει. Κατεβαίνουμε και σέρνοντας τις βαλίτσες μας μπαίνουμε στην αίθουσα του αεροδρομίου.
- Θα πιούμε καφέ; Ρωτάει ο Ανδρέας.
- Τώρα του απαντάω.
Ο Ανδρέας είναι 30 χρονών αν και μοιάζει με πιτσιρίκο. Αρκετά θηλυπρεπής, που όμως ποτέ του δεν παραδέχτηκε ότι του αρέσουν οι άντρες.
Κάνει πάντα παρέα με γυναίκες, μιας και είναι ευχάριστος και αρκετά δημοφιλής. Πολύ έξυπνος και με μεγάλη αίσθηση του χιούμορ.
Τεμπέλης από γεννησιμιού του, ποτέ του δεν τελειώνει ότι αρχίζει. Μέχρι και στο πανεπιστήμιο της Αθήνας πέρασε στη φιλοσοφική και το άφησε στη μέση.
Συνήθως όμως περνάει πολύ καλά, μιας και οι γονείς του τον καλο-συντηρούν παρότι δεν πηγαίνει στη δουλειά τους, καθότι μοναχοπαίδι και του έχουν αδυναμία . Ο ίδιος πάντα βρίσκει «θύματα» με παχουλό πορτοφόλι, και οργανώνοντας την παρέα, καταφέρνει όχι μόνο να μην πληρώνει ποτέ τίποτα, αλλά να βγάζει και το κατιτί του.
Πάντα συχνάζει στα καλύτερα μέρη, στα καλύτερα τραπέζια, και φροντίζει να βρίσκεται στα πιο κοσμικά πάρτυ είναι δεν είναι καλεσμένος! Μόνο φέτος που τόσα του έχω πει για αυτό το νησί που είναι τόσο cool και δεν το έχει μάθει η μάζα ακόμα, τον έπεισα να κανονίσουμε διακοπές στην Πάτμο.
Έτσι λοιπόν ο αγαπητός Ανδρέας άφησε κατά μέρος την αγαπημένη του Κέρκυρα και τα 5άστερα ξενοδοχεία και έκλεισε σπίτι για 6 άτομα στην Πάτμο.
Η παρέα που έχει κανονίσει να μείνει στο σπίτι δεν γνωριζόμαστε όλοι μεταξύ μας και δεν θα έρθουν όλοι μαζί.
Ο δεύτερος λόγος που κανόνισε ο Ανδρέας αυτές τις διακοπές είναι γιατί η μητέρα του που έχει καταλάβει ότι ο γιος της κουνάει την αχλαδιά, προσπαθεί να τον κουκουλώσει και τον έχει δασκαλέψει να με πλευρίσει……. Σώθηκε! Φίλη με τον Ανδρέα εδώ και 5 χρόνια, λες και δεν ξέρω τι ρόλο βαράει. Τέλος πάντων μάνα είναι και αυτή…. Καθότι είμαι τύπος έξω καρδιά, μου αρέσει να κάνω παρέα με τον Ανδρέα γιατί γελάω πολύ μαζί του.
Επίσης με βοήθησε πολύ όταν ο πρώην φίλος μου, μου έκανε τη ζωή δύσκολη, καθώς με έπαιρνε έξω με τις παρέες του και περνούσαμε πολύ ωραία.
Ο πρώην φίλος μου λέγεται Νίκος και είναι ένας εγωιστής και μανιοκαταθλιπτικός (με τη βούλα του γιατρού), γόνος πάμπλουτης οικογενείας που έχει πάθει εμμονή μαζί μου. Οχι επειδή μ’ αγαπάει, αλλά επειδή είμαι η μοναδική γυναίκα στην ζωή του που τον απέρριψε. Παθιασμένος λοιπόν ο Νίκος που όλες οι νύφες της Αθήνας τον θέλουν για γαμπρό και τα περιοδικά τον κατατάσσουν στους 5 καλύτερους εργένηδες ως νούμερο τρία παρακαλώ( που να ‘ ξεραν..), παρακολουθεί όλα τα τηλέφωνα μου (κινητά και σταθερά) για να έρχεται από πίσω μου όπου πηγαίνω και να με συγχύζει. Πολλές φορές βέβαια ο ίδιος συγχύζεται περισσότερο με αυτά που ακούει στο τηλέφωνο, αλλά ποιος του φταίει;
- Τι ώρα είναι; Ρωτάει ο Ανδρέας ρουφώντας με το καλαμάκι τον καφέ του.
- Πέντε και τέταρτο. Σε πέντε πάμε στην αίθουσα αναμονής.
Η διαδρομή έχει ως εξής: αεροπορικώς μέχρι την Κώ και από κει δελφίνι αφού η Πάτμος δεν έχει αεροδρόμιο.
Όλα κυλάνε καλά. Φτάνουμε στην Κώ όπου έχει κιόλας ξημερώσει και σέρνουμε τα μπαγκάζια, ουκ ολίγα, μιας και θα μείνουμε αρκετές ημέρες. Τσακώνουμε ένα ταξί για το λιμάνι και η ώρα είναι ήδη εφτά παρά τέταρτο.
- Καλέ κύριε μπορούμε να πάμε λίγο πιο γρήγορα; Εφτά και τέταρτο φεύγει το δελφίνι για την Πάτμο.
-Λες να μην προλάβουμε; Λέει ο Ανδρέας όλο ανησυχία.
-Μη σας νοιάζει θα σας πάω πετώντας.
Δεν προλαβαίνει να το πεί, ακούγεται ένας θόρυβος ,και το τιμόνι αρχίζει να ξεφεύγει.
-Τι έγινε; Ρωτάω.
-Λάστιχο.
- Αμάν. Ναααάτα αρχίσαμε. Λέει ο Ανδρέας και χτυπάει τα χέρια του παλαμάκια. Αυτός ο δικός σου μας κάνει βουντού…Το’χω δει εγώ το έργο.
Ο Ανδρέας τα λέει αυτά γιατί μια φορά που ο Νίκος είχε θυμώσει μαζί μου, είπε πως θα μου κάνει μάγια και θα δω λέει τι θα πάθω!! Τι Κατίνα ….Όχι ότι δεν τον έχω ικανό, γιατί το παιδί τα έχει λίγο χαμένα, αλλά αυτά είναι σαχλαμάρες. Έλα όμως που ο Ανδρέας τα πιστεύει….
- Μη σας νοιάζει 3 λεπτά είναι ακόμα ως το λιμάνι και φτάνουμε. Θα το αλλάξω μετά το λάστιχο.
Φτάνουμε στο λιμάνι κακήν κακώς και τελικά τζάμπα η βιασύνη γιατί το δελφίνι είχε καθυστέρηση μιάμιση ώρα. Έτσι αφού στεκόμαστε στον ήλιο που μας χτυπάει κατακούτελα, μπαίνουμε τελικά στο παμπάλαιο δελφίνι και ξεκινάμε επιτέλους για τον τελικό προορισμό μας. Απέναντι από τις θέσεις μας έχει μια ταμπέλα που γράφει επάνω στα αγγλικά και στα ελληνικά: «Απαγορεύεται η χρήση ναρκωτικών ουσιών και αλκοόλ εντός του σκάφους».
- Η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται. Μου λέει με νόημα. Άμα δεν αφήσουμε τα κοκαλάκια μας εδώ τυχεροί θα ‘μαστε.
Μετά από περίπου δύο ώρες φτάνουμε στο λιμάνι όπου εκεί μας περιμένει ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που θα νοικιάσουμε.
Αυτό το σπίτι μας το σύστησε η Ευδοκία φίλη της μητέρας μου, που είναι από την Πάτμο.
Παίρνω λοιπόν τηλέφωνο το κινητό του ιδιοκτήτη των ενοικιαζόμενων σπιτιών και αφού απαντάει, μας κάνει νόημα κάποιος από απέναντι.
-Καλώς τους, είσαι η Σάσα;
-Ναι τι κάνετε; Από ΄δω ο φίλος μου ο Ανδρέας.
- Μπείτε στο αυτοκίνητο να σας πάω.
Φτάσαμε στο σπίτι που είναι νεόκτιστο πέτρινο σε παλιό παραδοσιακό στυλ, μικρό αλλά όμορφο. Βρίσκεται στο Γροίκο μαζί με άλλα πέτρινα διώροφα. Σκαρφαλωμένα στο ύψωμα ενός λόφου από την αριστερή πλευρά του λιμανιού με υπέροχη θέα . Από ΄κει δεν βλέπεις μόνο το λιμάνι αλλά όλο το πέλαγος ώσπου χάνεται το μάτι.
Εσωτερικά έχει πέτρινους τοίχους και είναι διακοσμημένο σε νησιώτικο στυλ. Τα κρεβάτια έχουν όλα ουρανό και στα παράθυρα κρέμονται κοφτά κεντήματα αντί για κουρτίνες. Το σπίτι αποτελείται από μια κουζίνα, ένα μπάνιο και μια κρεβατοκάμαρα στον κάτω όροφο. Μια μικρή ξύλινη σκάλα οδηγεί στον πάνω όροφο που μοιάζει περισσότερο με πατάρι καθώς το ταβάνι είναι πολύ χαμηλό. Ανεβαίνοντας τις σκάλες στα αριστερά υπάρχει μια τουαλέτα και δεξιά φτάνεις σε ένα ξύλινο πατάρι με κάγκελα που βλέπει τον κάτω όροφο, με δύο σιδερένια κρεβάτια. Προσπερνώντας τα κρεβάτια υπάρχει μια πόρτα που οδηγεί στην δεύτερη κρεβατοκάμαρα.
Το καλύτερο από όλα σ΄ αυτό το σπίτι είναι η βεράντα που στην ουσία είναι μια κρεμαστή αυλή. Δύο κτιστοί καναπέδες βρίσκονται στη γωνία, με πολύχρωμες μαξιλάρες, ένα τραπέζι στη μέση και μια αιώρα που κρέμεται από δύο στύλους της πέργολας. Από ΄κεί απλώνεται όλο το πέλαγος, καθώς δεν υπάρχει τίποτα άλλο εμπρός, παρά μόνο χαμηλά στην παραλία ένα μικρό μοναστήρι. Το μόνο μειονέκτημα και πολύ σοβαρό, είναι η έλλειψη air condition καθώς το σπίτι το χτυπάει ο ήλιος και βράζει!
-Καλά δεν έχετε βάλει air condition ; Ρωτάει ο Ανδρέας.
-Το σπίτι είναι παραδοσιακό φίλε.
-Δηλαδή θα βγάλουμε τη μπέμπελη παραδοσιακά. Ετσι;
- Μπορώ να σας φέρω ανεμιστήρες. Έναν για την κρεβατοκάμαρα την κάτω, έναν για την πάνω και έναν για τον χώρο με τα δύο κρεβάτια.
-Εντάξει φέρε ότι μπορείς.
Τον Ανδρέα έχουν αρχίσει και τον ζώνουνε τα φίδια και έχω κακά προαισθήματα. Κοινώς θα με φάει με τη μουρμούρα του. Μόλις φεύγει ο ιδιοκτήτης, μου λέει.:
- Κέρκυρα- Κερκυρούλα μου. Τι τα ΄θελα και σ΄ άκουσα εε; Μου λες ;
- Έλα μωρέ Ανδρέα μην κάνεις έτσι. Να δεις που θα περάσουμε ωραία. Έλα να πάμε για μπάνιο.
- Εγώ για μπάνιο θα πάω στις εφτά!
- Ούτε οι γέροι δεν πάνε στις εφτά ρε Ανδρέα.
- Στις εφτά!
- Καλά λέω, και αφού πρώτα τακτοποιούμε τις βαλίτσες, εγώ τις δικές μου κάτω, και αυτός τις δικές του πάνω, παίρνω την τσάντα μου και πάω για μπάνιο. Λόγω έλλειψης αυτοκινήτου, αναγκαστικά κατεβαίνω με τα πόδια από το σπίτι στην μικρή παραλία μπροστά από το μοναστήρι.
Καιρός να χαλαρώσω αφού τώρα είμαι μόνο εγώ και τα τζιτζίκια. Ξαπλώνω στην πετσέτα μου και ανοίγω το βιβλίο που έχω πάρει μαζί μου «Ο διάβολος και η δεσποινίδα Πριμ» Σαν να μου ταιριάζει για τίτλος του καλοκαιριού μου. Για να δούμε…
Κατά τις εξίμισυ αποφασίζω να ανηφορίσω για να πάω μαζί με τον Ανδρέα για μπάνιο, ο οποίος έχει αρχίσει να με εκνευρίζει αφόρητα. Φτάνω στο σπίτι και μπαίνω στην κάτω τουαλέτα να πλύνω τα χέρια μου η οποία είναι πλημμυρισμένη από νερά.
- Ανδρέα έκανες μπάνιο;
- Ναι. Γιατί;
- Τίποτα. Επειδή δεν έχουν έρθει οι υπόλοιποι ακόμα, λέω να πηγαίνω εγώ στην κάτω και εσύ στην πάνω. Έχει σημασία που το λέω
- Ναι, ναι, καλά. Θα έρθεις για μπάνιο;
- Φύγαμε.
Αφού κάναμε μπάνιο, ο Ανδρέας με έβαλε να πάρω τηλέφωνο μια φίλη μου στην Αθήνα να της ζητήσω το τηλέφωνο μιας φίλης της που του άρεσε, και ήθελε λέει να της στείλει λουλούδια Όντως περιέργως όταν του αρέσει γυναίκα, είναι πάντα παντρεμένη ή τουλάχιστον με κάποιον για την τελευταία 5ετία.
Αφού λοιπόν της τηλεφώνησε, και εκείνη του το έκλεισε στα μούτρα, πάμε να φάμε.
H ώρα κοντεύει πια δώδεκα, και ετοιμαζόμαστε για να βγούμε έξω το βράδυ. Καθώς πάω στην τουαλέτα για να βαφτώ τι να δώ; O κύριος Ανδρέας είχε κάνει την ανάγκη του επιδεικτικά έξω από την τουαλέτα. Το σιχαμένο πλάσμα δεν το είχα ικανό για τέτοια κατάντια…. Ως εδώ. Θα πάρω τηλέφωνο τη μαμά μου.
Βγαίνω έξω στη βεράντα και ακούω τις άριες του Ανδρέα από το πάνω μπάνιο με σιγόντο τα νερά να τρέχουν.
-Μαμά.
-Τι κάνεις κοριτσάκι μου πως τα περνάς;
-Μαμά δεν μπορώ άλλο, θα σηκωθώ να φύγω. Αυτό το κακιασμένο μου έχει σπάσει τα νεύρα. Ξέρεις τι έκανε σήμερα; Κατούρησε έξω από τη λεκάνη.
- Μήπως το έκανε κατά λάθος.
-Όχι μαμά όταν λέμε απέξω, εννοούμε όλα απέξω. Θα φύγω.
- Κάνε υπομονή κοριτσάκι μου, έτσι κι αλλιώς αύριο έρχονται και οι υπόλοιποι. Τι θα κάνεις να γυρίσεις πίσω αρχές Αυγούστου;
-Δίκιο έχεις.
Κλείνω το τηλέφωνο και σκέφτομαι πως στο καλό θα μπορέσω να κάνω υπομονή μ΄αυτό το πλάσμα που κακό χρόνο να ΄χει…
-Ααααχ. Τινάχτηκα. Ακούγεται μια κραυγή από το μπάνιο.
-Τι έπαθες;
-Με τίναξε το νερό στο ντους.
Χα….Υπάρχει και Θεός χρυσέ μου.
-Αλήθεια βρε Ανδρέα; Πώς έγινε αυτό;
-Σ’ αυτό το ερημονήσι που ήρθα, να δω τι άλλο θα πάθω. Τώρα θα τρέμει και η ψυχή μου κάθε φορά που κάνω ντούς μη ξεραθώ στον τόπο. Δεν μπορώ να καταλάβω τι στο καλό βρίσκουν όλοι σ’ αυτό το νησί και έρχονται και ινκόγκνιτο….
Καθώς συνεχίζει να βρίζει και να μονολογεί, εγώ αρωματίζομαι γελώντας κάτω από τα μουστάκια μου.
-Έτοιμος;
-Έτοιμος.
Τώρα ανεβαίνουμε το δρόμο για τη χώρα και η θέα είναι απίστευτα όμορφη. Φαίνεται κάτω φωτισμένο το λιμάνι και δύο τεράστια ιστιοπλοϊκά που είναι σαν μεγάλα στολίδια. Κάτι άλλο που μ’ αρέσει πολύ σ’ αυτό το νησί είναι ότι το βράδυ τα εκκλησάκια που έχει, μένουν ανοιχτά, και καθώς το αχνό φως από τα κεριά διακρίνεται από έξω, νομίζει κανείς ότι τελείται μυστική λειτουργία.
-Βλέπεις τι ωραίο που είναι αυτό το εκκλησάκι…Δεν σταματάμε να ανάψουμε ένα κερί;
- Όρεξη είχα να ανάβω κεριά βραδιάτικα με σένα τη θεούσα. Λέει ο Ανδρέας και γκαζώνει στην ανηφόρα καθώς μέσα σ’ όλα, το αυτοκίνητο που νοικιάσαμε κωλώνει στις ανηφόρες.
Φτάνοντας στην είσοδο για τη χώρα ο δρόμος δεν συνεχίζει άλλο. Αν ξεκινήσεις νωρίς είναι εύκολο να παρκάρεις, ειδάλλως αφήνεις το αυτοκίνητο πιο χαμηλά και το κόβεις με το πόδι, καλή ώρα σαν και σήμερα…..
- Ανδρέα μην ανεβαίνεις άλλο, δεν θα βρούμε να παρκάρουμε.
- Θα αστειεύεσαι μου φαίνεται. Δεν κάνω αθλοπαιδιές νυχτιάτικα.
Με τα πολλά όχι θέση δεν βρήκαμε, αλλά τελικά γυρίσαμε στην αρχή της ανηφόρας να παρκάρουμε. Και πάλι αρχίζει το γνωστό ψαλτήρι…
- Κέρκυρα Κερκυρούλα μου….Τι ανηφόρες και κακό είναι αυτό…; E να μην παραπονιέμαι, τον στρατό τον γλίτωσα. Μπρος στους 18 μήνες τι είναι λίγες ημέρες;
Αφού ανηφορίσαμε μέσα από τα σοκάκια τελικά φτάνουμε στην Αστοίβη, το γνωστό μπαρ στη χώραπου το έχει επισκεφτεί και ο Ντέϊβιντ Μπάουι.
Το μέρος είναι γεμάτο από κόσμο και όπως πηγαίνουμε προς το μπαρ, βλέπω τον Ανδρέα να παίρνει τη ξινισμένη του έκφραση που είναι ως εξής: Τα μάτια του στενεύουν σαν της αλεπούς και φαίνονται αστεία μέσα από τα γυαλιά σε σχήμα πεταλούδας. Το στόμα του σουφρώνεται κάπως υπεροπτικά και πολλές φορές όπως και τώρα δαγκώνει τα χείλη του. Γυρνάω το κεφάλι μου και βλέπω τον Τζιμπο, κοινό μας γνωστό, συμπαθέστατο, και κούκλο. Μου γνέφει να πάμε προς τα εκεί και του ανταποδίδω.
- Ανδρέα είναι εδώ ο Τζίμπο.
- Τον είδα όπως και πολλά άλλα φαντάσματα του παρελθόντος που μόνο αυτά δεν ήθελα να δω. Μόνο διάσημους ινκόγκνιτο δεν έχει εδώ. Εδώ είναι όλοι οι άσημοι και καμαρωτοί, καμαρωτοί. Συμπληρώνει με μια έκφραση σαρκασμού.
-Γειά σου Τζίμπο. Τι κάνεις;
-Καλά. Εσείς; Πως και από ‘δω; Να σας βάλω να πιείτε.
- Η κυρία από ‘δω μου φούσκωσε τα μυαλά και κανονίσαμε διακοπές.
- Είναι ωραίο το νησί, εγώ έρχομαι κάθε χρόνο και μένω σ’ ένα φίλο μου τον Ορέστη. Βέβαια χρειάζεται φουσκωτό για να έχεις πρόσβαση στις ωραίες παραλίες.
- Αύριο έρχονται κάτι φίλοι μου με φουσκωτό και θα οργανωθούμε… Αν και το ΄χω ΄δει εγώ το έργο…..
- Γιατί ρε Ανδρέα τι έπαθες;
- Τίποτα δεν έπαθε. Θα του περάσει.Συνεχίζω- Τι θα πιούμε;
Η μουσική δυναμώνει και καθώς ο Τζίμπο μου γεμίζει ένα ποτήρι βότκα λεμόνι,
βλέπω μια λάμψη στο πρόσωπο του Ανδρέα. Σαν να φωτίστηκε.
- Είναι εδώ το τεκνό. Μου λέει.
- Ποιο τεκνό;
- Μια μικρή που μου αρέσει.
Και βλέπω ένα κοριτσάκι, είναι δεν είναι δεκαοχτώ χρονών, που έρχεται προς το μέρος μας για να χαιρετήσει. Είναι γνωστό ότι οι κρυφο-γκέι αρέσκονται να κυκλοφορούν μικρά κοριτσάκια που δεν υποψιάζονται περί τίνος πρόκειται. Και ενώ δεν τους αρέσουν οι γυναίκες, απ’ την άλλη θέλουν να επιδεικνύονται μαζί τους ή τουλάχιστον να φλερτάρουν προκλητικά
- Γειά σου, με λένε Σοφία
- Χάρηκα. Σάσα. Κάθισε μαζί μας.
Το βράδυ κυλάει ωραία. Μουσική, πολύ αλκοόλ και καλή διάθεση. Ο Ανδρέας προσπαθεί να το παίζει γόης στη μικρή που φαίνεται ότι τον έχει ψυλλιαστεί και τον απομακρύνει διακριτικά. Μάλλον ο λόγος που κάθεται μαζί μας είναι για να μην κάθεται με τους γονείς της που είναι και εκείνοι εδώ. Ο Τζίμπο είναι ιδιαίτερα θερμός μαζί μου και παραγγέλνει συνεχώς κανάτες με σφηνάκια και το κέφι όλο και ανάβει. Κάποια στιγμή με τραβάει από το χέρι και πάμε μέσα να χορέψουμε. Μέσα γίνεται χαμός. Είναι κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλον, και όλοι χοροπηδάνε ρυθμικά πάνω στο ξύλινο πάτωμα σε λάτιν ρυθμούς. Μέσα σ’ αυτό το χαμό μας πιάνουν νευρικά γέλια καθώς παρασυρόμαστε με την υπόλοιπη μάζα. Μετά από πολύ χορό και μερικά σφηνάκια ακόμα, η μουσική σταματάει. Βγαίνουμε έξω καταϊδρωμένοι Ο Ανδρέας κάθεται μόνος του. Η μικρή έχει φύγει, και ο Ορέστης έχει μπει μέσα.
- Τι γίνεται; Γιατί σταμάτησε η μουσική; Ρωτάει ο Ανδρέας.
- Κλείνουν στις δύο λόγω του μοναστηριού. Απαντάει ο Τζίμπο.
- Ααα, ωραία!Μαζί με τα άλλα κομφόρ που προσφέρει το νησί είναι και νυχτερινή διασκέδαση βλέπω…. Μάλλον κατά λάθος θα ξέμεινε εδώ ο Ντέιβιντ Μπάουι και δεν θα ΄ξερε πώς να φύγει. Κέρκυρα-Κερκυρούλα μου με τα ωραία σου ξενύχτια. Πώς θα τη βγάλουμε τώρα;
- Μη κάνεις έτσι ρε Ανδρέα. Του λέει ο Τζίμπο και μου κλείνει το μάτι. Μετά από ΄δω όλοι συνεχίζουν στο Celin που είναι στο λιμάνι.
- Πάμε και σ’ αυτό το αξιοθέατο να δούμε.
Καθώς κατηφορίζουμε όλοι μαζί για να βγούμε από τη χώρα ο Τζίμπο μου λέει πως αύριο φεύγει για Αθήνα και από ΄κει θα πάει Κρήτη μετά. Τι κρίμα θα ΄χαμε και κάτι ενδιαφέρον να ασχολούμαστε….
Στο Celin η νύχτα κύλησε ωραία, αλλά όχι και για τον Ανδρέα που άρχισε πάλι την γκρίνια. Παρήγγειλε μπουκάλι σαμπάνια Moet και δεν είχε.
Η μικρή που ήταν εκεί, είχε βρεί κάτι φίλους της πιτσιρικάδες και δεν του ΄δινε καμία σημασία και έτσι στο δρόμο προς το σπίτι άρχισε το γνωστό τροπάριο για ακόμη μια φορά…. Τι που κουβαληθήκαμε στην άγονη γραμμή, τι που δεν έχουν τα μαγαζιά Moet και τι θα πίνει, τι που έχει δει όλους τους γνωστούς που είναι δήθεν κλπ, κλπ.
Αυτά άκουσα, και από ένα σημείο και ύστερα τον συνέδεσα με το Κάιρο αφού η θέα της θάλασσας που ενωνόταν με τον γεμάτο αστέρια ουρανό, ήταν μαγική.
- Ελπίζω αυτός ο βλάχος να έχει φέρει τους ανεμιστήρες.
Λέει καθώς κατεβαίνουμε από το αυτοκίνητο, και ευτυχώς μπαίνοντας μέσα βλέπουμε και τους ανεμιστήρες.
Παίρνει τον έναν παραμάσχαλα, και ανεβαίνοντας τις σκάλες για το δωμάτιό του, μουρμουρίζει κάτι για την τύχη του και το ζώδιό του που το πρόβλεψε η Άσυ Μπήλιου ότι φέτος θα ήταν ζόρικο καλοκαίρι…
Ουφ, επιτέλους ησυχία. Θα κοιμηθεί και θα σκάσει επιτέλους σκέφτομαι, και ανοίγω το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. Τι ομορφιά που έχει αυτό το νησί Θεέ μου. Μονολογώ καθώς βλέπω να απλώνεται μπρος μου το απέραντο πέλαγος με μόνα φώτα τα αστέρια και αυτά που έρχονται από το μικρό μοναστήρι λίγο κάτω απ’ το σπίτι μπροστά από τη θάλασσα...



Συνεχίζεται... (Μια ιστορία της φίλης του blog, N.Ρ.)






7.7.09

One more chance...

Και τη στιγμή που η φωνή του Elvis από το jukebox γινόταν ένα με το καλοκαιρινό αεράκι κι εγώ ετοιμαζόμουν να πω ότι έκρυβα μήνες μέσα μου…γυρνάει και μου λέει…

«Είμαι ακόμα κολλημένη μαζί του τελικά… Στα μάτια σου βλέπω αυτόν, στις κινήσεις σου βλέπω αυτόν… Σε όλα τον «βρίσκω» μπροστά μου γαμώτο… Δεν μπορώ άλλο… κι έχει και πανσέληνο σήμερα…Όπως τη νύχτα που μου είπε πως είμαι…λίγη γι’αυτόν και…χωρίσαμε!
Θα μπορούσα να μείνω μαζί του για πολύ ακόμα και ας με ξεφτίλιζε, έτσι όπως του άρεσε να μου κάνει πάντα!»

Εγώ είχα μείνει μαλάκας…

4 μήνες την παρηγορούσα και της έκανα παρέα όλα τα βράδια που έκλαιγε…γιατί δεν ήξερε… Και πάντα έψαχνα να βρω τρόπους να την κάνω να νιώσει καλύτερα…
Και τότε που έχασε τον σκύλο της τον Αρτέμη και τρέχαμε μαζί να τον βρούμε…
Και τότε που την είχαν πιάσει τα ψυχολογικά της με τη δουλειά και δεν άντεχε…
Και τότε που την είδα να φιλιέται με αυτόν που μου είχε ορκιστεί πως όλα τελείωσαν και αφού πήρε αυτό που ήθελε από αυτήν και εκείνο το βράδυ, μετά χάθηκε πάλι…
Και τότε που μου είπε πως είναι άρρωστη κι εγώ πήγα να της κάνω έκπληξη με λουλούδια… και τελικά κατέληξα να παραδώσω τα λουλούδια στον φούρναρη τον Μπάμπη απέναντί της, γιατί απλά ήταν «άρρωστη» με τον γκόμενο και είχε πάει να τον βρει…
Και τότε…Αλλά όχι και σήμερα…

«Άντε γαμήσου» της λέω! Σηκώνομαι από την καρέκλα μου και με κίνηση Λούκυ Λουκ πετάω το ποτήρι με το νερό στο στήθος της πιο γρήγορα και από τη σκιά μου…

Δεν ξέρω τι μ’έπιασε…Θόλωσα…
Αμέσως έφυγα…

Η μαλακία ήταν ότι στο Σούνιο είχαμε πάει με το δικό της αυτοκίνητο… και το μόνο όχημα που φαινόταν στο δρόμο, ήταν το παρκαρισμένο πουλμανάκι από την κατασκήνωση «Το ξένοιαστο μελίσσι» που ήταν απέναντι από τον δρόμο του ιταλικού…
Ξεκίνησα με τα πόδια και ήμουν τόσο απογοητευμένος, τσαντισμένος και πικραμένος…
«Κουράστηκα πια», μονολόγησα…
Σε 2 λεπτά το αυτοκίνητό της, σταμάτησε «σαστισμένο» δίπλα μου…
«Μπες μέσα», μου λέει.
«Άντε γαμήσου σου είπα».
«Πως μπορείς και μου μιλάς έτσι? Δεν σε έχω ξανακούσει να μιλάς έτσι ποτέ. Τι έπαθες?»
«Αααα… Δεν στα ‘πα?», της λέω… «Βέβαια…βγαίνω με μια πουτάνα εδώ και καιρό και έκανα το λάθος και την ερωτεύτηκα… Έ, τότε αυτή με πάτησε… ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ?»

«Σταμάτα» μου λέει, σχεδόν βουρκωμένη. «Δεν μπορείς να με προσβάλεις άλλο έτσι… Σ Υ Γ Ν Ω Μ Η!». Και ξεσπάει σε λυγμούς…
Καλά…λέω από μέσα μου… Η πουτάνα με τα κλάματα και ο πούστης με τα γέλια, κρύβονται…

«Τι σημασία έχει να μπω? Μισή ώρα ακόμα μαζί σου = 2 μέρες κόλασης μέσα μου και συνεχών μαχών με το τίποτα που μου προσφέρεις…».

«Έχεις δίκιο… Δεν ξέρω τι με έπιασε πάλι με τον ηλίθιο…».

Μπήκα στο αμάξι… Κατευθυνόμασταν προς Αθήνα…μέχρι που κάποια στιγμή σταματάει στην άκρη του δρόμου κι ενώ εγώ την κοιτάω σαν βλαμμένο (πάλι)… με αρπάζει και αρχίζει να με φιλάει!

«Τι θ..ου…ε..λλλειιςςς από μένα?» τη ρώτάω ξαφνικά προσπαθώντας να ξεκολλήσω τα χείλη μου από τη μανία των δικών της χειλιών…
«Δεν ξέρω τι θέλω ακριβώς…αλλά ξέρω ότι δεν θέλω να σε χάσω… Είσαι η ασφάλειά μου…»! Και ξεκινάει να οδηγεί, κοιτώντας… στο πουθενά…

«Εμένα όμως δεν με σκέφτεσαι καθόλου…», συνεχίζω εγώ… «Ταλαιπωρούμε πολύ… Κι εγώ δεν θέλω να σε χάσω, αλλά θέλω να είμαι και μαζί σου για να μη σε χάσω… Εσύ θες να ξέρεις απλά ότι εγώ σε γουστάρω για να νιώθεις ασφαλής και τα πιο ωραία σου συναισθήματα τα φιλάς για κάποιον άλλο…
Όχι έτσι… Λυπάμαι…».

Πλησιάζουμε στο Λαγονήσι. Κάπου εκεί θα χωριζόμασταν…

«Ξέρεις, δεν θέλω να σε ξαναδώ… Ποτέ όμως… Γι΄αυτό φύγε και μαζί τελειώσαμε…».

Δεν απάντησε. Ούτε με κοίταξε καν. Λίγα μέτρα πιο κάτω σταματάει. Την κοιτώ… Αυτή τίποτα… Κατεβαίνω κι ένας Θεός ξέρει πως βρήκα τα βήματα μου και δεν σοριάστικα από τη σαστιμάρα μου… Δεν ήξερα αν πίστευα ή αν ήθελα να πω αυτά που είπα…
Άκου εκεί «ποτέ»…
Λες? Σκεφτόμουν…
Έφυγα τρέχοντας για ύπνο… Ήθελα να κρυφτώ κάτω από τα σκεπάσματά μου για να μην με βλέπει κανείς, να μην με αγγίζει ούτε ο αέρας… Αυτός που στην αρχή φυσούσε ωραία…καλοκαιρινά…
Κοιμήθηκα…
Το πρωί ξύπνησα και είχα πάνω μου αυτή την «πλάκα» του έρωτα… Ολοκληρωμένου ή ανεκπλήρωτου… η ίδια είναι…

Ντύθηκα γρήγορα και βγήκα από το σπίτι…
Ουπς! Παραλίγο να πατήσω κάτι… Τι είναι αυτό?

Σκύβω και πιάνω ένα cd τυλιγμένο με ένα σημείωμα…

«Με αυτή την τόση βιάση μου, να ξεκινώ από το τέλος… Έχανα πάντα η ηλίθια, τη μαγεία της αρχής… Σου ζητώ απλά τον τίτλο του τραγουδιού που θα βρεις μέσα στο στο αγαπημένο μου cd…».

Το cd ήταν του Michael Jackson, που τώρα που γράφω αυτό το άρθρο παρακολουθώ την κηδεία του σε ζωντανή σύνδεση… μαζί της…

Το τραγούδι?

“One more chance…”!

http://www.youtube.com/watch?v=boq4i8tfQDs&feature=related