Σήμερα ξεκινάμε με ένα κείμενο που μας έστειλε η φίλη του blog , Penny D. (The Fairy).
Καλή ανάγνωση...
" Πάει ένας μήνας σχεδόν...
Πολλές ώρες δουλειάς με πολλές βιωματικές πινελιές. Δικές μου, δικές σου, των άλλων.Ήταν πολλές.
Πήγα μια βόλτα με το αυτοκίνητο & γύρισα σπίτι. Γι’άλλη μια φορά χόρευαν πλάι μου τα βραδινά μυστηριακά λαμπιόνια του Δήμου.Και μετά, σκέψεις...
Μια ανασκόπηση στο χρόνο για να μαζέψω όσο πιο πολλά χρώματα για τον αποψινό μου καμβά. Ένας βιαστικός ξενύχτης πίσω μου, πάγωσε τα χρώματα με τους προβολείς του αυτοκινήτου μήπως και φτάσει πιο γρήγορα στο αλκοόλ.
Τα χρώματα για να γίνουν εικόνα και να ταιριάξουν, θέλουν μοναξιά και σιωπές.
Ναι, γύρισα σπίτι και λέω να κοιμηθώ στον καναπέ μου σήμερα. Γιατί να υποκύψω στα ‘πρέπει’ του φαρδύκλινου κρεβατιού? Μ’αρέχει πολύ το φως απ’το φεγγίτη του σαλονιού και αφού ζωγραφίσω, λέω να παίξω με τον κορμό του εργονομικού φωτιστικού. Γι’αυτούς που με ξέρουν, δηλώνω προκαταβολικά πως θα αφεθώ στη φλυαρία του πληκτρολογίου. Μετά από τριάντα δύο χρόνια στον κόρφο μου, έχω αρχίσει να μη συμμερίζομαιι ιδιαίτερα τη γνώμη των άλλων. Γουστάρω τα χρώματα και λέω να παίξω μαζί τους.
Στήνω τον τρίποδα, βάζω το λευκό καμβά επάνω του και αρχίζω να φλερτάρω με την παλέτα μου. Άραγε με ποιό χρώμα να ξεκινήσω? Τη γυρίζω ρυθμικά με τον αντίχειρά μου σα ρουλέτα και όπου σταματήσει. Ας αποφασίσει εκείνη σήμερα.
Ροζ: Κυριακή 9:00 το πρωί. Ξυπνάω γλυκά ακούγοντας πολλές μικρές φωνές να τραγουδούν στις νότες ενός πιάνου. Ακολουθώ τους ήχους στην έξοδο της πολυκατοικίας. Ο λευκός καμβάς γεμίζει με έγχρωμα παιδάκια της Χριστιανικής Στέγης στο σκοτεινό δωμάτιο δεξιά μου. Μπλέκονται μονομιάς όλα τα χρώματα και γίνονται ροζ όπως η Άνοιξη στα πρόσωπά τους. Μια χούφτα φτωχές φιγούρες που πληρώνουν να ζουν αυτή την ευτυχία στο βρώμικο χωρίς άδεια μουσικό χώρο. Λιλιπούτιοι αγνοί καλλιτέχνες που βρίσκουν ανάσες επιβίωσης σε μια χλιδάτη περιοχή και με διοργανωτές τους ‘επί πληρωμή’ οδηγούς της αίρεσής τους.
Χρυσό... Το πινέλο τρέχει ασταμάτητα. Είναι ένα αυτοκίνητο που τρέχει στην παραλιακή βαμμένο χρυσό από τα πλαινά φώτα του δρόμου.
Είναι 2:30 το βράδυ και μια γυναίκα σιγοτραγουδά στίχους για άντρες με μια έκφραση έκπληξης. Μέχρι τώρα της είχαν μάθει ότι τα τραγούδια μιλούν κυρίως για γυναίκες.
Ο βραδινός ομιλητής μιλά στη γλώσσα του αρσενικού των καιρών μας και σκαλίζει νότες απ’το παρελθόν να τραγουδούν το μοναχικό σήμερα των σκιών τους. Άντρες που τρυφερά ερωτεύονται στα εφηβικά χρόνια, επιβεβαιώνονται ερωτικά και επαγγελματικά στη δεκαετία των τριάντα και ύστερα? Κάποιοι από αυτούς, νιώθουν πλήρη ευτυχία στην ωριμότητα των βλασταριών τους. Κάποιοι άλλοι φωτογραφίζονται ασταμάτητα σε κορυφές και χειροκρότημα. Κάποιοι άλλοι πάλι παλεύουν έρμαιοι και ταλαιπωρημένοι να ζήσουν το όνειρο της ματαιοδοξίας. Και κάποιοι άλλοι, αηδιασμένοι απ’τη συνεχή εκπόρνευση του κορμιού τους στη μόδα των καιρών, απλά περιφέρονται. Έτοιμα θύματα της μοναξιάς ή αν είναι τυχεροί της συμβιβασμένης ευτυχίας. Μα είναι κι άλλοι που δηλώνουν αντράκια και φοράνε αρρενωπές μάσκες και είναι αυτοί που μια μέρα θα κουρνιάσουν στην αγκαλιά της γυναίκας μάνας.
Μπορντώ... Ένα διαβατήριο πεσμένο στο χώρο αναμονής ενός Βρετανικού αεροδρομίου. Μια δεσποινιδούλα βρίσκεται πάνω του σκυμμένη να το πιάσει. Έχει χαλκινα σπαστά μαλλιά που μυρίζουν γιασεμί. Φοράει λευκό πουκάμισο, στενή μίντι φούστα και γόβες με μεσαίο μανταμίστικο τακούνι. Απέξω, ένα παλτό με ζώνη σφιχτή στη μέση κι ένα φουλάρι στα χρώματα της Άνοιξης να συνοδεύσει την προσωπικότητα αυτής της διψασμένης αυριανής γιάπισσας. Στην άλλη πλευρά, στέκεται ένας νεαρός παραδομένος στις κινήσεις της, φανερώνοντας κάτω από τα μαύρα κοκκάλινα γυαλιά του, τη διάθεση να της κάνει έρωτα. Είναι αυτός που μετά από χρόνια θα πνιγεί στις δικές του διλημματικές σκέψεις για το πώς να φωλιάσει στον κόσμο του το άρωμα γυναίκας. Για το πώς να ‘εντάξει’ στο ρατσιστικό μάτι του Έλληνα τη Ρουμάνκη καταγωγή της. Ακάμα κι αν εκείνη απολαμβάνει σεβασμού στα γραφεία του Ευρωκοινοβούλειου στις Βρυξέλλες. Βάζοντάς τον διανοητικά, ισορροπιστή ανάμεσα στη θεωρία της γνώριμης βιωματικής καθημερινότητας από τη μια και από την άλλη του επίπονου και λατρεμένου ερωτικού συγκερασμού.
Κίτρινο... Δυο αδέσμευτες γυναίκες μοιράζονται σιωπές σ’ένα σαλόνι. Η μια χαζεύει μουδιασμένη μια αμερικάνικη ερωτική ταινία με μια διάθεση φλατ μα και γλυκιά συνάμα. Η άλλη αδιαφορεί στο μαυροκούτι και προσπαθεί να βγάλει φωτογραφία το ψηλό ποτήρι με το κρυστάλλινο κιτρινωπό κρασί. Κι οι δυό τους, χρόνια τώρα μοιράζονται σκέψεις και χαμογελούν στα ερωτικά τερτίπια των συντρόφων τους. Κι όμως να που η στιγμή τους επιτάσσει απλά σιωπή.Θαρρείς κι ο χρόνος πάγωσε τις κόκκινες γλώσσες τους που πιπερίζουν από το πλαστικό φαγητό που τους έφερε ο νεαρός delivery. Έχουν πολλά να πουν ή έφτασε η ώρα αναθεώρησης της παιδικότητάς τους? Δεν ξέρουν αν φταίνε οι άλλοι ή είναι εκείνες που απομυθοποιούν τη γαλουχημένη από την κοινωνία ανισορροπία. Θα το βρουν κι έχουν μια μεγάλη δεκαετία των τριάντα για να τη γευτούν.
Μαύρο... Αυτή η πινελιά φεύγει με πείσμα απ’το χέρι πάνω στον καμβά.
Έχει το μαύρο χρώμα της παρατεταμένης επαναστατικής εφηβείας. Είναι μια γυναικεία λιγερόκορμη φιγούρα τυλιγμένη σε εμβρυακή στάση. Με δυσκολία διακρίνεις ένα μόλις δυόμησι ετών ουράνιο τόξο σφιχταγκαλιασμένο, έτοιμο να σκάσει. Είναι το μόνο αρσενικό που κατάφερε ως τώρα να γαληνέψει το βλέμμα της.Ήταν παιδί ακόμα όταν ερωτεύτηκε μια σκιά που στέκεται με πλάτη στο σκηνικό. Βρίσκονται δίπλα σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα που δεν άντεξαν να τους πηλατεύει με τα κύματά της. Και τότε απλά σταμάτησαν να κοιτάζει ο ένας τον άλλο στα μάτια. Με συνειδητοποιημένη αφέλεια, όρισε το διάβα της και ντύθηκε στα λευκά μήπως και κρύψει τη βεβιασμένη εγκυμοσύνη της. Πήγε κόντρα στον ίδιο της τον εαυτό μα και το σύμπαν και δεσμεύτηκε μ’ένα καρπό που απ΄τη μια βάζει δεσμά στα διψασμένα χέρια της, μα απ’την άλλη της φέρνει καλοκαίρι. Αγάπησε μια φορά και γέννησε ένα αντράκι για να καταφέρει να έχει τον καθρέφτη του μια κι εκείνος κατέληξε μόνο να την συννεφιάζει.
Πράσινο... Πάντα η λογική του τετράγωνη και η μπύρα πράσινη. Η πινελιά παίρνει το σχήμα ενός τσιγάρου που κάθε βράδυ σβήνει μαζί με μια ανάσα ανακούφισης. Γράφει και ταξιδεύει απ΄την αυγή ως το σκοτάδι, τότε που απολαμβάνει το άδεισμα του νου, μετά από ένα καλομαγειρεμένο σπιτικό φαγητό. Η μικρή του κυριούλα τον σέρνει κάθε Σάββατο βασανιστικά στις απαιτήσεις της παιδικής της αφέλειας, προετοιμάζοντάς τον γι’αργότερα. Και εκείνος, (ο) μετά χωρισμού εργένης, λίγο πριν τη δεκαετία των σαράντα, αναζητά ένα θηλυκό λιμανάκι να μοιράζεται το ηλιοβασίλεμα στη θάλασσα. Πίνοντας χυμό και χαζοφιλοσοφώντας για τα μικρά μυγάκια που διάλεξαν να κολλήσουν στο υγρό τοίχωμα του δικού της ποτηριού. Δε θέλει τίποτε άλλο παρά να χαζεύει τη φατσούλα της να σουφρώνει γαλήνια σε τέτοιους ανόητους προβληματισμούς παρά να είναι μια μοδάτη φλου.
Γκρι: Στο σκηνικό ζωγραφίζω τον εαυτό μου. Στεκόμουν στο πίσω μπαλκόνι του σπιτιού της γιαγιάς μου και διάβαζα μια εφημερίδα. Ο θυμός της εικόνας που βλέπω, παντρεύει μαύρο και άσπρο στο χαρτί. Η φυλλάδα γίνηκε γκρι. Απέναντί μου, η άλλοτε μορφή Λωξάντρας γιαγιά μου, στέκει κατάκειτη πέντε χρόνια τώρα σ’ένα μεταλλικό κρεβάτι. Πλάι της, μια μεσόκοπη γλυκιά φιγούρα από τη Γεωργία, προσπαθεί να την κρατήσει στη ζωή για να μπορεί να έχει στέγη και φαί την επόμενη μέρα. Χτυπάει το κινητό της. Αλλόγλωσσες κουβέντες μου φέρνουν δάκρυα. Δεν καταλαβαίνω τι λέει, αλλά νιώθω τη όψη της μάνας να σπαράζει μακριά από παιδιά και οικογένεια. Εγκλωβισμένη σ’ένα σκοτεινό και μοναχικό διαμέρισμα που φαντάζει Παράδεισος κάθε μήνα που πάει και καταθέτει χρήματα στην τράπεζα με το ποδήλατό της.
Μπλε... Δεύτερος ρόλος μια γυναίκα. Κουρασμένη φιγούρα στον καμβά. Δουλειά, γρήγορη εναλλαγή μνηστήρων, χάσμα επικοινωνίας με μορφές της ίδιας φύσης. Ανταποκρίνεται σ’ένα ένα τηλεφωνικό κάλεσμα που τη στρέφει προς τη θάλασσα.
Είναι μπλε το χρώμα που της λείπει και το σκηνικό αλλάζει. Ήδη ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του σπιτιού του δίχως να’χει σκεφτεί, ακόμα κι αν πρέπει να του απολογηθεί. Την κάνει να νιώσει καλοκαίρι με το παγωτό να λιώνει στο στόμα της. Αβασάνιστα, της θυμίζει εκείνο το βράδυ με πανσέληνο που τη γνώρισε. Δυο κορμιά που σπαρτάρισαν στο σαρκικό συνταίριασμα, αψηφώντας το ξημέρωμα στο φως.
Καμία αντίδραση από εκείνη κι αυτός χαλαρός να νιώθει ασφάλεια και σιγουριά σφραγίζοντας την αδυναμία του πίσω από ένα μαξιλάρι που έστεκε ανάμεσα στα δυο χέρια του.
Κρυφός και τάχα δυνατός πρωταγωνιστής, βρήκε ευκαιρία να τη μάθει μεσ’στην αδυναμία της. Δυο γκρι αποτυπώματα ανάμεσα σε κόκκινα τριαντάφυλλα απ΄τον κήπο του.
Κρυφοποθούν και οι δύο το μπλε της θάλασσας. Αυτό το μπλε χρώμα που πνίγει όλο τον καμβά και λαμπει κλειδωμένο καλά πίσω από τη γυάλινη μπαλκονόπορτα του σπιτιού του. Αρνούμαι να χρωματίσω τις γκριζωπές φιγούρες που μυρίζουν φρέσκια βροχή. Θα΄ρθει η ώρα που θα εκραγούν μόνες τους στη δίψα για το νερό της.
Τι χρώμα άραγε να έχει η φλυαρία?
Ψάχνω την παλέτα που στέκει ακόμα ακούραστη στον καρπό μου μα αδυνατώ να αποφασίσω...
Λευκό θα’ναι το φόρεμα πάνω πλέον σε καινούργιο καμβά και λέω να περπατάω ξυπόλυτη. Καθαρό, γυμνό, ανθρώπινο και διαυγές, έτοιμο να παρασυρθεί και να μάθει από καινούργιες πινελιές αποσυμπίεσης... "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου