Το άρθρο που ακολουθεί είναι από τη Νάνσυ Ρ. Μια... "παράξενη" φίλη του blog!
Καλή ανάγνωση...
Κι έρχεται ένα κάτι. Ένα μήνυμα, ένα περιστέρι, ένα σημάδι καπνού, ίσως κι ένα τίποτα. Που γνέφει σ’ ένα ξεφύλλισμα σελίδας. Που την πιάνεις ανάμεσα απ’ τα δυο σου δάχτυλα και την τρίβεις μέχρι να γυρίσει. Και την πας μπρος πίσω. Να κάνεις σύνδεση με το πριν για να δεις τι γίνεται στο μετά. Κι ας μην έχεις ξεχάσει. Κι ας είναι όλα εκεί. Κι ας μην έχει φύγει τίποτα. Και χαϊδεύεις το κενό για να γίνει πορτοκαλί.Και κάτι απ’ το χάραμα του νου σου που ξημερώνει σε πέλαγο άδειο από κατάρτια. Και αγγίζεις το κάτι απαλά μη το τρομάξεις.
Εκείνο άραγε σκέφτεται αν σε τρομάξει; Ή δεν το νοιάζει για κάτι τέτοια;
Δυο στάλες στο ποτήρι με άρωμα γαρίφαλου. Και λίγο από κανέλα. Μυρίζεις το χρώμα και το βαστάς στους κάλυκες της γλώσσας να ποτιστούν βαθιά. Μη φύγει η γεύση. Μην προλάβει να αλλοιωθεί απ’ την πίκρα σου. Απ’ το αίμα που τρέχει στην πληγή που έχεις στην άκρη της γλώσσας σου. Και που με κάθε ευκαιρία σου θυμίζει την παρουσία της τσιγκλώντας τα μεσημέρια σου. Και τ’ απομεσήμερά σου. Όταν κοροϊδεύεις τον εαυτό σου μπροστά στον καθρέφτη όπως έκανες μικρή κάνοντας κερατάκια με τα χέρια στο κεφάλι σου και κουνώντας τα πέρα δώθε. Τότε, είχες και τα μαλλιά σου κοτσιδάκια. Ή μάλλον σου τα είχαν. Με κάτι γελοία κίτρινα ζωάκια με βούλες κόκκινες. Και τα έβγαζες μόνο το βράδυ. Πριν πας για ύπνο. Πριν φορέσεις εκείνη τη λυτρωτική πιτζάμα και χωθείς κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Μόνο που η καταραμένη πόρτα άνοιγε συνέχεια κάνοντας θόρυβο. Εσύ ούτως ή άλλως, δεν έπρεπε να έπρεπε να ξυπνάς και να σταματήσεις πια να είσαι παράξενο παιδί…..
Και φεύγει κι άλλο ένα τίποτα. Και κυλιέται στις λάσπες. Και γίνεται πράσινο. Το χρώμα που έχουν κάτι δράκοι αφλόγιστοι. Γιατί όσοι βγάζουν φλόγες δεν εξαφανίζονται εύκολα. Μένουν εδώ. Και διεκδικούν. Και επιθυμούν. Και καταπίνουν. Κι αυτοί οι δράκοι, μαλάκα μου, αλλάζουν χρώματα. Αλλάζουν τόσα χρώματα όσα είναι και τα καλοκαίρια σου. Κι εσύ τους βλέπεις και θέλεις να γίνεις σκοτάδι. Για να δεις τα χρώματά τους καλύτερα. Γιατί μόνο εσύ ξέρεις να βλέπεις τα χρώματα στο σκοτάδι. Παράξενη. Ε, παράξενη!
Βουτάς ένα μπισκότο στον καφέ που αχνίζει. Κι εκείνο λιώνει. Και βλέπεις τα κομμάτια του, τα κομμάτια σου, να επιπλέουν, να βυθίζονται και να κυλούν μέχρι τον πάτο. Και φέρνεις κύκλους το φλυτζάνι σου για να φτιάξεις μικρές ρουφήχτρες κι οι κόρες των ματιών σου να κινούνται με την κίνησή σου. Και ζαλίζεσαι. Και υπνωτίζεσαι. Και φεύγεις. Πάντα έτσι φεύγεις. Με το βλέμμα καρφωμένο σ’ ένα κάπου που σε αρπάζει και γίνεται τα πάντα.
Δυο στάλες στο ποτήρι με άρωμα γαρίφαλου. Και λίγο από κανέλα. Μυρίζεις το χρώμα και το βαστάς στους κάλυκες της γλώσσας να ποτιστούν βαθιά. Μη φύγει η γεύση. Μην προλάβει να αλλοιωθεί απ’ την πίκρα σου. Απ’ το αίμα που τρέχει στην πληγή που έχεις στην άκρη της γλώσσας σου. Και που με κάθε ευκαιρία σου θυμίζει την παρουσία της τσιγκλώντας τα μεσημέρια σου. Και τ’ απομεσήμερά σου. Όταν κοροϊδεύεις τον εαυτό σου μπροστά στον καθρέφτη όπως έκανες μικρή κάνοντας κερατάκια με τα χέρια στο κεφάλι σου και κουνώντας τα πέρα δώθε. Τότε, είχες και τα μαλλιά σου κοτσιδάκια. Ή μάλλον σου τα είχαν. Με κάτι γελοία κίτρινα ζωάκια με βούλες κόκκινες. Και τα έβγαζες μόνο το βράδυ. Πριν πας για ύπνο. Πριν φορέσεις εκείνη τη λυτρωτική πιτζάμα και χωθείς κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Μόνο που η καταραμένη πόρτα άνοιγε συνέχεια κάνοντας θόρυβο. Εσύ ούτως ή άλλως, δεν έπρεπε να έπρεπε να ξυπνάς και να σταματήσεις πια να είσαι παράξενο παιδί…..
Και φεύγει κι άλλο ένα τίποτα. Και κυλιέται στις λάσπες. Και γίνεται πράσινο. Το χρώμα που έχουν κάτι δράκοι αφλόγιστοι. Γιατί όσοι βγάζουν φλόγες δεν εξαφανίζονται εύκολα. Μένουν εδώ. Και διεκδικούν. Και επιθυμούν. Και καταπίνουν. Κι αυτοί οι δράκοι, μαλάκα μου, αλλάζουν χρώματα. Αλλάζουν τόσα χρώματα όσα είναι και τα καλοκαίρια σου. Κι εσύ τους βλέπεις και θέλεις να γίνεις σκοτάδι. Για να δεις τα χρώματά τους καλύτερα. Γιατί μόνο εσύ ξέρεις να βλέπεις τα χρώματα στο σκοτάδι. Παράξενη. Ε, παράξενη!
Βουτάς ένα μπισκότο στον καφέ που αχνίζει. Κι εκείνο λιώνει. Και βλέπεις τα κομμάτια του, τα κομμάτια σου, να επιπλέουν, να βυθίζονται και να κυλούν μέχρι τον πάτο. Και φέρνεις κύκλους το φλυτζάνι σου για να φτιάξεις μικρές ρουφήχτρες κι οι κόρες των ματιών σου να κινούνται με την κίνησή σου. Και ζαλίζεσαι. Και υπνωτίζεσαι. Και φεύγεις. Πάντα έτσι φεύγεις. Με το βλέμμα καρφωμένο σ’ ένα κάπου που σε αρπάζει και γίνεται τα πάντα.
Και εκεί μουδιάζεις. Και απογειώνεσαι. Και ανασαίνεις. Μέχρι που ένα μπαμ,σε φέρνει πίσω. Και βλέπεις πως εσύ και το φλυτζάνι είστε ακόμη μια εικόνα, μια ζωγραφιά, μια φωτογραφία, ένα τσακ σ’ ένα πέρασμα του χρόνου.
Βλέπεις τη φορεσιά της γης και τη στολίζεις χάντρες. Σκόρπιες χάντρες που λάμπουν σε κάθε αντιφέγγισμα σκέψης. Μα με το πέρασμα των χρόνων, κάποιες έγιναν νάρκες. Που σαν κατά λάθος τις πατάς γίνονται ηφαίστεια και ξερνούν μνήμες. Κι άλλες φορές τις πατάς επίτηδες γιατί σ’ αρέσει να στάζεις δάκρυα. Κάποιες απ’ αυτές τις χάντρες, τις παίρνεις μια μια και τις πετάς στη θάλασσα. Γίνονται χάρτινα καραβάκια που τα πάει ο άνεμος. Κι ύστερα η αλμύρα τα λιώνει αργά αργά. Και γίνονται πρώτα διάφανα κι ύστερα εξαφανίζονται.
Βλέπεις τη φορεσιά της γης και τη στολίζεις χάντρες. Σκόρπιες χάντρες που λάμπουν σε κάθε αντιφέγγισμα σκέψης. Μα με το πέρασμα των χρόνων, κάποιες έγιναν νάρκες. Που σαν κατά λάθος τις πατάς γίνονται ηφαίστεια και ξερνούν μνήμες. Κι άλλες φορές τις πατάς επίτηδες γιατί σ’ αρέσει να στάζεις δάκρυα. Κάποιες απ’ αυτές τις χάντρες, τις παίρνεις μια μια και τις πετάς στη θάλασσα. Γίνονται χάρτινα καραβάκια που τα πάει ο άνεμος. Κι ύστερα η αλμύρα τα λιώνει αργά αργά. Και γίνονται πρώτα διάφανα κι ύστερα εξαφανίζονται.
Δε ματαβλέπουν στεριά. Έτσι γίνεται με τα χάρτινα καράβια. Έχουν άλλο προορισμό.
Να σέρνουν όνειρα σε τόπους υγρούς.
Και μένει ακόμη το εδώ. Και κάτι σκόρπιες στιγμές. Που ταπώνονται με λόγια. Με λέξεις.
Με γράμματα. Για να βουλώνουν τρύπες. Να μη σε γαργαλούν τα σκουλήκια. Κι ύστερα βάζεις και σπόρους από πάνω και τους ποτίζεις. Να φυτρώσουν λουλούδια. Μωβ λουλούδια. Και κάτι μικρούτσικα λευκά. Και ανθάκια θαλασσί. Και ροζ. Και κάτι μπλε απ’ τα πιο σπάνια. Και κόκκινα, μάτια μου. Κόκκινα. Αυτά αργούν και πιο πολύ. Γιατί ανθίζουν την κατάλληλη εποχή. Κι αυτή η άτιμη, όλο χάνει το δρόμο. Όλο χάνει το δρόμο. Γι’ αυτό όποτε τα βλέπεις, τους ρίχνεις και δυο στάλες παραπάνω. Για υποδοχή. Για να λάμψει το βελούδο τους...
...και να μοσχομυρίσει ο νους σου ένα νέο ξημέρωμα...
...και να μοσχομυρίσει ο νους σου ένα νέο ξημέρωμα...
2 σχόλια:
Δεν πας καλα...
JUST PERFECT!! ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ ΠΟΛΥ ΜΕ ΤΑΞΙΔΕΨΕ!!
Δημοσίευση σχολίου