4.8.09

ΠΑΤΜΟΣ - Μέρος 4ο

Καθώς φεύγουμε από το σπίτι η κουβέντα ξαναγυρίζει που αλλού; Στον πρίγκιπα.
- Λοιπόν δεν γίνεται να έρθει πρίγκιπας και να μην βγω εγώ μαζί του. Δηλώνει η μοντέλα που γνωρίσαμε μόλις πριν δυο ώρες.
Ο Ανδρέας με κοιτάει με νόημα από τον καθρέφτη και τα μάτια του παίρνουν πάλι την έκφραση της αλεπούς μέσα απ’ τα γυαλιά του. Πραγματικά είναι έτοιμο το σενάριο για τις διακοπές…
Φτάνοντας στο παραλιακό bar που γίνεται το beach party, η μουσική ακούγεται όλο και πιο δυνατά καθώς πλησιάζουμε, και ο δρόμος είναι κλεισμένος.
- Μάλλον θα παρκάρω εδώ και πάμε με τα πόδια, δεν προχωράει άλλο το αμάξι. Τον έχουν κλείσει τον δρόμο.
- Α, κανένα πρόβλημα. Εγώ το έχω πιάσει το νόημα του νησιού. Αθλοπαιδείες και Άγιος Ο Θεός…Συμπληρώνει ο Ανδρέας.
Κατηφορίζοντας το δρόμο προς την παραλία, η θάλασσα είναι λάδι και φαίνεται σαν καθρέφτης που αντανακλά το τεράστιο φεγγάρι. Η παραλία είναι γεμάτη κόσμο σε ξαπλώστρες που ρεμβάζει την αυγουστιάτικη θέα της πανσελήνου. Καθώς πλησιάζουμε προς το μπαρ πυκνώνει ο κόσμος.
- Νάτος ο δικός σου. Μου κάνει νόημα σκουντώντας με ο Ανδρέας. Έχει πιάσει πρώτο τραπέζι πίστα και σε περιμένει.
- Ανδρέα είναι και ο Κοντοκώστας εδώ. Λέει ο Χρήστος δείχνοντας τον ακατονόμαστο. (Βλέπεις είναι γνωστό καμάρι της Αθήνας)
- Ναι Χρήστο μου, αν δεις καράβι στο βουνό….
Τον αγριοκοιτάζω και του πατάω μια στο πόδι για να σκάσει.
- Σιγά με ξέρανες.
- Τι είπες Ανδρέα; Ρωτάει ο Χρήστος.
- Τίποτα. Τον είδα λέω, τον είδα.
Εντωμεταξύ η Κατερίνα έχει βρει κάτι γνωστούς και έχει πιάσει την κουβέντα.
Καθόμαστε στο μπαρ και ο Ανδρέας μου ξανακάνει νόημα γιατί ο ακατονόμαστος έχει γυρίσει πλάτη την καρέκλα προς το τραπέζι του, και με κοιτάζει με ύφος. Εγώ γυρνάω την πλάτη μου και ξύνω τον πισινό μου.
- Ξέρεις Ανδρέα, η Εβελίνα (η σταρ Ελλάς που τον παράτησε και τώρα βγαίνει με τον φίλο του που τυχαίνει να είναι ξάδερφος του ακατονόμαστου, μικρός που είναι ο κόσμος...) πήγε να πασάρει την Κατερίνα σ’ αυτόν τον Κοντοκώστα αλλά δεν την ήθελε. Λέει πληροφοριακά ο Χρήστος στον Ανδρέα.
- Για πες μας κι άλλα. Ψοφάω για τέτοια το ξέρεις.
- Του την είχε πάει σε ένα πάρτι του για να την γνωρίσει και δεν έκανε τίποτα. Δεν του άρεσε.
- Α ναι, την θυμάμαι. Θυμάσαι Σάσα που με είχες πάρει μαζί σου στο αποκριάτικο πάρτι του;
- Ναι κάτι θυμάμαι τώρα που το λες . Και έλεγα που το έχω ξαναδεί αυτό το απολειφάδι…Δεν βρίσκει και αυτός μια από δαύτες να μ’ αφήσει και μένα στην ησυχία μου.
Και πάνω στην ώρα έρχεται ….
- Καλησπέρα. Λέει και γυρνάει προς το μπαρ. Μια βότκα λεμόνι παρακαλώ. -Πώς πάει Σάσα;
- Καλά εσύ.
- Καλά, απαντάει και βγάζει τη γλώσσα του έξω σαν κάτι γέρους. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το έκανε αυτό. Κάποτε θυμάμαι όταν ήμουν 17 το έβρισκα χαριτωμένο. Ήταν γιατί δεν τον ήξερα καλά ακόμα. Τώρα μου ‘ρχεται να ξεράσω. Δεν αντέχω άλλο και ξεσπάω.
- Τι θα γίνει ρε Νικολάκη; Ακόμα τα ίδια; Τι καταλαβαίνεις μ’ αυτά που κάνεις μου λες; Δεν βαρέθηκες ακόμα την παρακολούθηση;
- Είσαι τρελή. Νομίζεις ότι σε παρακολουθώ; Για παρανοϊκό μ’ έχεις περάσει;
- Δεν σκοπεύω να τσακωθώ μαζί σου, ούτε να σε προσβάλω θέλω. Απλά με έχει κουράσει αυτό το πράγμα και με καταπιέζει ψυχολογικά. Δεν θέλεις να μιλήσουμε σαν άνθρωποι μια φορά;
Παίρνει τη βότκα του από το μπαρ και μου λέει σε ύφος μεταξύ αστείου και σοβαρού:
- Θα σε καθαρίσω σουπιά . Που θα μου πας; Και ξαναβγάζει έξω τη γλώσσα του.
Παναγία μου, πως έβρισκα κάποτε αυτό το τέρας χαριτωμένο;
- Γιατί να με καθαρίσεις; Πλύθηκα σήμερα. Απαντάω κάνοντας τη χαζή και φεύγω με ελαφρά πηδηματάκια. Αφού κουβέντα με τρελό δεν μπορώ να κάνω, γιατί να συγχύζομαι άδικα; Ας συγχυστεί αυτός καλύτερα. Μα που πήγαν οι άλλοι; Δεν βλέπω κανέναν. Α, νάτοι, έχουν καθίσει σε ένα τραπέζι με κάτι τουρίστριες.
- Tι έγινε; Με ρωτάει ο Ανδρέας.
- Άσε με να χαρείς και ‘συ.
- Αγάπη μου το πεπρωμένο σου είναι και δεν το έχεις καταλάβει ακόμα. Σαν τη Σου-Ελεν στο Ντάλλας. Πάρ’το απόφαση επιτέλους. Αχ αυτή την καημένη τη μάνα σου σκέφτομαι που δεν τον θέλει…Τι χαρά έχεις να πάρεις καημένη μάνα…Σιγο μουρμουρίζει και καθώς χτυπά δυνατά τα χέρια του παλαμάκια, του κόβεται η χαρά απότομα, όταν σηκώνοντας το κεφάλι του, βλέπει τον Νίκο από πάνω του να τον αγριοκοιτάζει.
- Κάθισε αν θέλεις. Του λέει δειλά αλλά δεν παίρνει καμιά απάντηση.
- Κατάλαβες τώρα γιατί δεν είναι το πεπρωμένο μου Ανδρίκο;
- Κατάλαβα, κατάλαβα. Πα, πα, πα, αυτός είναι σκέτος βελζεβούλ. Τα κέρατα και η ουρά του λείπουν. Ανατρίχιασα ολόκληρος. Τι μάτι είναι αυτό που έχει. Θολό και τρελό συνάμα… Πολύ κακιά ενέργεια. Δίκιο έχεις….
Το κέφι αρχίζει να ανεβαίνει. Χορός στην παραλία και στο ξύλινο πάτωμα του μπαρ, που σείεται ολόκληρο. Ο Ανδρέας με τον Χρήστο παίρνουν μια μεγάλη κανάτα γεμάτη καρπούζι και κερνάνε συνεχώς κάτι Ιταλίδες που χορεύουν ξυπόλυτες.
- Τι κάνεις Σάσα;
- Γειά σου Γιώργο. Καλά είμαι. Εσύ;
- Καλά. Πρώτη χρονιά έρχεσαι στην Πάτμο;
- Όχι. Είχα έρθει και πέρυσι.
- Με ποιους είσαι εδώ;
- Με τον Ανδρέα, τον Χρήστο και τη φίλη του.
- Καλά είσαστε στο ίδιο σπίτι με τον Χρήστο και την Κατερίνα;
- Ναι. Τους ξέρεις;
- Με τον Χρήστο ήμασταν συγκάτοικοι 6 μήνες στην Αμερική.
Μικρός που είναι ο κόσμος…σαν χωριό είναι η Αθήνα...

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Posa merh exei ayth h malakia pia?Ena xrono emeine sth Patmo h/o N.R ??

Ανώνυμος είπε...

Giati den to ekdideis se vivlio na to diafhmisoume sto ALTER? Hmarton pia...

dimitra είπε...

i ali8eia einai oti 8a eixe poly plaka an to ekanes vivlio. skepsou to gia to epomeno kalokairi! xaxa